Το ντοκιμαντέρ για το σημαντικότερο ελληνικό ροκ κλαμπ ξεκινάει με ένα γεροντοφρικιό (Πουλικάκος) και έναν νεοχίπι (Μποσκοΐτης) που κάνουν βόλτα στο κέντρο της Αθήνας πάνω σε μια κατοχική τρίκυκλη μηχανή και σχολιάζουν, μεταξύ άλλων, έναν αμετανόητο μπίτνικ ("Bach" Σπυρόπουλος), και κλείνει με ένα γυμνό ζευγάρι πρωτόπλαστων που καθαρίζουν νωχελικά το χώμα πάνω από την ταφόπλακα με τα ονόματα γκρουπ και καλλιτεχνών, στα υποτιθέμενα ερείπια του αρχαίου «Κύτταρον».

Ευτυχώς, ο Αντώνης Μποσκοΐτης βλέπει με την απαιτούμενη συνδυαστική δόση χιούμορ και σεβασμού μια παλιά κατάσταση, θαμμένη στα ημερολόγια και πλήρως ξεχασμένη από τα τσιφτετελίζοντα πλήθη των Νεοελλήνων, αφήνοντας τους πρωταγωνιστές να θυμηθούν, να συγκρουστούν νοηματικά και να τραγουδήσουν αποσπάσματα από τις επιτυχίες που κάποτε ξεσήκωναν τα νέα παιδιά που πήγαιναν στο κλαμπ για να κάνουν τη βελούδινη επανάστασή τους.

Η ιστορία ξεκίνησε κάπου στις αρχές της χούντας, το «Κύτταρον» σάρωσε τις αντίστοιχες ροκ παράγκες του ανταγωνισμού, και από εκεί παρέλασαν οι πιο σπουδαίες φωνές της επονομαζόμενης μοντέρνας μουσικής την πρώτη -και τελευταία- φορά που η Ελλάδα παρακολούθησε, αφομοίωσε και προσπάθησε να προσθέσει και την ντόπια της ανατροπή (με βαλκανικούς και παραδοσιακούς ήχους, βλέπε Ανάκαρα, Κωχ, Γκαϊφίλιας) στην παγκόσμια μουσική σκηνή, με μαζική ανταπόκριση από τον κόσμο.

Με δεδομένο το ελάχιστο αρχειακό υλικό που διασώζεται, η ταινία αυτή ολοκληρώνει τον σκοπό της, σε σχέση -ας πούμε- με το συναφές προπέρσινο Approaching of the Ηour, αλλά δεν έχει εμφανή στόχο όπως το καταπληκτικό Standing in the Shadows of Motown γύρω από τους «ατραγούδιστους» μουσικούς που εφηύραν τον ήχο της θρυλικής εταιρείας - μήπως ζητάω πολλά;

Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, για να δένει με τα πλάνα και τις φωτογραφίες της εποχής, καταγράφει πολλές μαρτυρίες μπροστάρηδων και ταλαντούχων μουσικών, με πιο απολαυστικούς αφηγηματικά τον Νιόνιο, τον Νώντα, τη Γλέζου και τη Λήδα, χωρίς να αφήσει περιττή σκόνη θρυλικότητας να καθήσει άγαρμπα σε μια ομολογουμένως αθώα, πειραματική και -με την καλή έννοια- ερασιτεχνική φάση της ελληνικής μουσικής.

Δεν παύει να είναι μνημειακού χαρακτήρα, με τις προσωπικότητες υποταγμένες στο πλαίσιο της ανόδου και της φυσικής πτώσης του «Κύτταρον» (δεν μαθαίνουμε τι κάνουν τώρα, αλλά υποψιαζόμαστε ότι φυτοζωούν καλλιτεχνικά), γι' αυτό και η μελαγχολία είναι αναπόφευκτη. Επίσης, προβάλλεται η ταινία μικρού μήκους του ίδιου σκηνοθέτη «Φλέρυ, η τρελή του φεγγαριού».