Τα δύο τελευταία, ταραχώδη χρόνια στη ζωή της πριγκίπισσας Νταϊάνα, από τη στιγμή που εξεδιώχθη από το Μπάκινγχαμ μέχρι το τέλος, σε μια ταινία που ανιχνεύει το μεγάλο της έρωτα με τον Πακιστανό γιατρό Χασνάτ Χαν. Βλέπουμε τις προσπάθειές της να απεξαρτηθεί από την πίεση, το συνεχές τσεκάρισμα των κινήσεων της από τα media και τους ακολούθους Τύπου και το κάζο του γάμου της και να δώσει το δικό της δημόσιο στίγμα με τις αγαθοεργίες της και την αφοσίωσή (αλλά και την ταύτιση) της με έναν άνθρωπο που τάχθηκε να βοηθάει τους ανήμπορους, χωρίς να αποσκοπεί στον πλουτισμό. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Όλιβερ Χιρσμπίγκελ αναπαρέστησε δραματικά τις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ με μια προσέγγιση γεμάτη ένταση και αγωνία, αλλά εδώ καταπιάνεται με υλικό που φλερτάρει επικίνδυνα με το κουτσομπολιό και δεν μπορεί να συνεφέρει το σενάριο. Στην πρώτη σκηνή, όπου η Lady Di φαίνεται να ξαφνιάζεται «θριλερικά» από μια απόκοσμη παγωνιά, σαν προειδοποίηση για κάτι κακό, λίγο πριν βγει από το παρισινό Ritz και επιβιβασθεί στο μοιραίο αυτοκίνητο, νόμιζα πως κάποια έμπνευση είχε καταλάβει τον Χιρσμπίγκελ και θα οδηγήσει την ιστορία σε πιο αφαιρετικά μονοπάτια, πέρα από την αναδίπλωση των γεγονότων. Άνθρακες ο θησαυρός... Η έξωθεν καλή μαρτυρία της Νταϊάνα ήταν περιορισμένη, οι φιλανθρωπικές της πράξεις συγκεκριμένες και σίγουρα δεν στοιχειοθετούν μια δίωρη ταινία. Οι λεπτομέρειες της ταινίας προκαλούν το ενδιαφέρον μόνο θεωρητικά, καθώς στην οθόνη παρακολουθούμε μια αδιάφορη και αρκετά τραβηγμένη εκδοχή του έρωτά της με τον Χαν – όχι πως βγαίνει αγία ή «λάδι» στα πάντα, αλλά ένα πέπλο φωτορομάντσου σκοτώνει την αληθοφάνεια. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα προβλήματα είναι η Νεϊόμι Γουοτς, η οποία πετυχαίνει να θυμίζει την Νταϊάνα μόνο στις σκηνές που είναι δημόσιες, γνωστές και καταγεγραμμένες από τις κάμερες, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες είναι μια άλλη, κάτι ανάμεσα στην ίδια τη Γουότς και μια μακρινή σωσία της Νταϊάνα. Ο μόχθος της είναι εμφανής.