Δεύτερο μέρος του τρίτομου έργου της Σουζάν Κόλινς (που θα ολοκληρωθεί σε 4 κινηματογραφικά επεισόδια) και πιο ενδιαφέρον από την αναγκαστικά πιο συμπυκνωμένη, κοφτή εισαγωγή. Αν η Μπέλα Σουόν της Χαραυγής, του προηγούμενη επικού σινεσίριαλ, ήθελε να προκαλέσει αναστεναγμό στο γυναικείο κοινό, η Κάτνις Έβερντιν απαιτεί σεβασμό και θαυμασμό. Τα δύο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας είναι η συμπόνια της ηρωίδας, η αυτοθυσία δηλαδή που επιδεικνύει σε συνδυασμό με την αυταπάρνηση και τη δυναμικότητά της, καθώς και η συνειδητοποίηση πως δεν είναι απλώς μια πολεμίστρια που επιβιώνει προστατεύοντας την οικογένειά της από μια κοινωνία που βάζει τους πολίτες στη θέση του θηράματος, αλλά μια αγωνίστρια που εξελίσσεται σε σύμβολο αντιεξουσιαστικής μάχης. Σπάνια βλέπουμε στο σινεμά ολοκληρωμένη πρωταγωνίστρια δράσης (ίσως και ποτέ) και εδώ η Κάτνις κοντράρει τον παρτενέρ της στους Αγώνες Πείνας στα στερεότυπα: είναι πιο ορμητική, ευέξαπτη, έχει το πάνω χέρι, ηγετικές ικανότητες, ανδρικά χαρακτηριστικά που δεν ακυρώνουν τη θηλυκή της ταυτότητα. Επειδή έχει γίνει πρότυπο στο πρώτο μέρος, όλοι θέλουν ένα κομμάτι από τη δημοτικότητά της. Ολόκληρο το δεύτερο επεισόδιο έχει στηθεί πάνω σε ένα παράλληλο παιχνίδι που διεξάγεται ερήμην της, αλλά όχι ακριβώς εις βάρος της (δεν θα πω περισσότερα, για να μη κάνω spoiler σε όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο). Αυτό που βλέπουμε, με σβελτάδα και αποτελεσματικότητα, είναι το κανονικό παιχνίδι πείνας, που αυτήν τη φορά έχει διαφορετικούς κανόνες και υποκινείται από τον πρόεδρο Σνόου (Ντόναλντ Σάδερλαντ), ο οποίος δεν καλοβλέπει τη λαοφιλή Έβερντιν, αν και τη συμπαθεί, και συντονίζεται από τον Πλούταρκ Χέβενσμπι (ευχάριστη η προσθήκη του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, που υπόσχεται ανατροπές στο επόμενο «χτύπημα»). Η ταινία δεν είναι ένα ασυμβίβαστο καλλιτεχνικό δημιούργημα και αυτό φαίνεται από την έντονη και εξυπηρετική χρήση της μουσικής επένδυσης και την πρόφαση της ερωτικής αμφιβολίας της πρωταγωνίστριας για τους δύο άνδρες της ζωής της. Ωστόσο, ξεχωρίζει με απόσταση από τις νεανικές περιπέτειες του είδους, έχοντας πίστη στην απειλούμενη σάρκα και την ευάλωτη ψυχή των πρωταγωνιστών/υποψήφιων θυμάτων μιας ανελέητης κοινωνίας, σε αντίθεση με τις υπερπαραγωγές που βασίζονται σε υπερήρωες και, ακόμα χειρότερα, χάρτινους ανθρώπους με καρτουνίστικες, ελλειμματικές προσωπικότητες. Και δεν της λείπουν η αγωνία και η επινοητικότητα στην ανάπτυξη της δράσης.