Ο Πιπ, ένα ορφανό δεκάχρονο αγόρι που προέρχεται από την εργατική τάξη, βοηθά έναν κατάδικο να δραπετεύσει. Έναν χρόνο μετά θα πιάσει δουλειά στο σπίτι της εκκεντρικής κυρίας Χάβισαμ, μιας ντόπιας γυναίκας της υψηλής κοινωνίας, η οποία ζει στην απομόνωση από τότε που την εγκατέλειψαν, πριν από 30 χρόνια. Τις ελεύθερές του ώρες τις περνά παίζοντας με την όμορφη Εστέλα, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Πιπ μαθαίνει ότι έχει κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία από έναν άγνωστο ευεργέτη, κάτι το οποίο θα τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να μετακομίσει στο Λονδίνο.

 

Τα παιδικά του όνειρα αρχίζουν να εκπληρώνονται και ως τζέντλεμαν πλέον κινείται στη λονδρέζικη κοινωνία, χρησιμοποιώντας την πρωτόγνωρη θέση του για να πλησιάσει ακόμα περισσότερο την εντυπωσιακή Εστέλα... μια ανεκπλήρωτη φαντασίωση! Τον τίτλο θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς ειρωνικό, καθώς ο Πιπ θα ανακαλύψει ότι ο ευεργέτης που τον βοήθησε είναι ο κατάδικος τον οποίο είχε βοηθήσει στο παρελθόν. Τα χρήματα, οι φιλοδοξίες του και η αίσθηση που έχει για τον εαυτό του δοκιμάζονται λόγω της σχέσης του με τον ευεργέτη, μη γνωρίζοντας πώς θα εξελιχθεί η μοίρα του.

 

Ο Μάικ Νιούελ δεν προσθέτει, ούτε όμως, ευτυχώς, αφαιρεί κάτι από την κλασική ιστορία του Ντίκενς. Και όταν πρόκειται για έργα που δοκιμάστηκαν και διατηρούν άθικτο το περιεχόμενο –οικουμενικό, βαθύ, σπαρακτικό–, καλό είναι να μην τα εκσυγχρονίζουμε με απορρυθμιστικά αποτελέσματα, όπως έγινε πριν από καμιά δεκαετία με την ιερόσυλη μετασκευή του Αλφόνσο Κουαρόν, με τον Ίθαν Χοκ και τη Γκουίνεθ Πάλτροου. Κόπηκαν σημαντικά εδάφια, παρά-απλοποιήθηκαν χαρακτήρες, κουτσουρεύτηκαν σκηνές και αλλοιώθηκε η φυσιογνωμία ενός μεγαλειώδους μυθιστορήματος με μια ταινία που φιλοδοξούσε να μην απομακρυνθεί απο τον μίτο της πλοκής και των βασικών χαρακτηριστικών, με τη γνωστή μέθοδο της χαλαρής διασκευής που σκεπάζει ατέλειες και εξυπηρετεί την ιδέα ενός Χόλιγουντ για τα αδιάβαστα νιάτα.

 

Για παράδειγμα, το πολύ αστείο και εύστοχο Clueless με την Αλίσια Σίλβερστοουν βασίστηκε ακριβώς στο ελαφρύτερο, «κομεντικό», γυναικείο πνεύμα της Τζέιν  Όστεν και πέτυχε απόλυτα να μιλήσει σε νέες κοπέλες, σχολιάζοντας τον τρόπο προσέγγισης των δυο φίλων και τους χαρακτήρες. Οι Μεγάλες Προσδοκίες έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες και φυσικά δεν φτάνουν στο απόγειο, όπως ορίζεται από το αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν, κυρίως για την ατμόσφαιρα που καίρια δημιούργησε ο μεγάλος Βρετανός στο σπίτι και τη συμπεριφορά της κυρίας Χάβισαμ, μιας τραγικής και γραφικής γυναίκας, απελπισμένης και ραδιούργας, με ευθύνες μετατοπισμένες στην ασαφή ζώνη της τρέλας και της μοχθηρίας.

 

Το ασπρόμαυρο και το ταλέντο των συνεργατών του Λιν τον βοήθησαν στο όραμα, αλλά και ο Νιούελ, με την πιο κυριολεκτική και συμμαζεμένη του εργασία, έπιασε τον πυρήνα και προχώρησε όπως τον οδήγησε η ιστορία, που ούτως ή άλλως είναι αποκαλυπτική και συναρπαστική σε κάθε της βήμα. Διότι, τι πιο συγκλονιστικό από την ανάβαση ενός καλόκαρδου παιδιού που απαρνείται το παρελθόν του, μεγαλοπιάνεται και ερωτεύεται μια σκληρή οπτασία; Ο Νιούελ επιταχύνει στο φινάλε και χάνει τον «χτύπο» του, ενώ η πρωταγωνίστρια παραμένει αδιάφορη σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ο Τζέρεμι Έρβιν ως Πιπ διαθέτει ωστόσο παρουσία, ο Ρέιφ Φάινς είναι όσο πρέπει κοντά στο μηδέν και η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, σε μια gothic-pop υπερβολή ανάμεσα σε Χένρι Τζέιμς και Τιμ Μπέρτον, αποσπά το βλέμμα.