Ο Γιάννης Μπουτάρης, κορυφαίος Έλληνας οινοπαραγωγός και απεξαρτημένος αλκοολικός, βραβευμένος για την οικολογική του δράση και εξέχον μέλος της κοινωνίας των πολιτών, είναι στα 68 του ο αντισυμβατικός ανεξάρτητος υποψήφιος για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 2010. Καθώς η χώρα στροβιλίζεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου, ο Μπουτάρης μάχεται απέναντι σε ορατούς και αόρατους αντιπάλους.

 

Το ντοκιμαντέρ Ένα βήμα μπροστά είναι μία κινηματογραφική οδύσσεια διάρκειας 10 εβδομάδων που παρακολουθεί και καταγράφει αυτό το ακραίο «παιχνίδι δύναμης» σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Με φόντο τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, η ταινία παρουσιάζει την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή της αλλά και την ξεχωριστή κουλτούρα της πόλης του, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας σε μια κρίσιμη και αποφασιστική στιγμή.

 

Παρακολουθώντας τη λίστα των ταινιών της ελληνικής παραγωγής 2012-2013, με την ευκαιρία της ψηφοφορίας για τα βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου (τα κυριότερα απέσπασαν το Παιδί τρώει το φαγητό του πουλιού του Λυγίζου, η Κόρη του Αναστόπουλου και το J.A.C.E.του Καραμαγγιώλη), η φετινή σοδειά στη μυθοπλασία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μου φάνηκε ισχνή, συγκριτικά με μεστές προηγούμενες χρονιές, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη. Αντίθετα, στην κατηγορία των ντοκιμαντέρ έμειναν έξω απο την τελική ψηφοφορία ταινίες που θα μπορούσαν κάλλιστα να κερδίσουν.

 

Η Στέλλα Θεοδωράκη βραβεύτηκε με τα ευαίσθητα, αυτοβιογραφικά Ημερολόγια Αμνησίας και η Αναπαράσταση, πάνω στη ζωή και στο έργο του σπουδαίου σουρεαλιστή μουσικοσυνθέτη Γιάννη Χρήστου, είναι μια ακαδημαϊκή εξερεύνηση στα μονοπάτια ενός πρωτοπόρου γεμάτου ένταση δημιουργική και φιλοσοφική ριζοσπαστικότητα από τον Κώστα Ζουλιάτη.

 

Το Ένα βήμα μπροστά είναι ένα ολοκληρωμένο ντοκιμαντέρ και μία απο τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης συμπεριλαμβανομένων. Τοποθετεί την εκλογική αναμέτρηση μεταξύ του Μπουτάρη και του Γκιουλέκα για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης στο επίκεντρο και δομεί την αφήγηση γύρω από το θρίλερ των ψήφων με το μοντάζ μιας αντίστοιχης ταινίας, κινηματογραφικά άρτιο, με εναλλαγές τηλεοπτικών αποσπασμάτων από συνεντεύξεις και δηλώσεις και την κάμερα του σκηνοθέτη Δημήτρη Αθυρίδη παρούσα σε μικρές και μεγάλες στιγμές, δημόσιες και ιδιωτικές - αφού ο Γιάννης Μπουτάρης έδωσε το πράσινο φως να καταγραφούν σχεδόν τα πάντα.

 

Ελευθερόστομος και απελευθερωμένος από τα πάθη του παρελθόντος, ο νυν δήμαρχος είναι μια συναρπαστική προσωπικότητα με μια σκιά πάνω του: όχι συμπαθής, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, σε κερδίζει με την αφοπλιστικότητα των λαθών που παραδέχεται και του παρελθόντος που αβίαστα ανακαλεί με την απόσταση ενός χορτασμένου ανθρώπου που «πάει γι’ άλλα», καθώς και με τη διάθεση να μοιραστεί, όπως έμαθε να κάνει με τον αλκοολισμό που καταπολέμησε με αποφασιστικότητα, χρησιμοποιώντας την αυτοκριτική, την ανθρωπιά και την κοινή λογική για να φυτρώσει εκεί που δεν τον έσπειρε κανείς, δηλαδή στην αρένα της πολιτικής.

 

Κυρίως, δεν επιδιώκει να προκαλέσει συμπάθειες αδιακρίτως και ηθελημένα υπονομεύει τον κομπλεξισμό των πολιτικάντηδων, που κολακεύουν τον μέσο όρο. Ο Αθυρίδης παρακολουθεί ένα ιδιοσυγκρασιακό, χωρίς προηγούμενο φαινόμενο για μια πόλη που μέχρι πρότινος έμοιαζε παραδομένη στον σκοταδισμό και τον συντηρητισμό. Είναι τέτοια η κάλυψη που παρέχει στον Γιάννη Μπουτάρη, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να επιχειρεί ένα παρτιζάνικο ντοκιμαντέρ, σαν τα αντίστοιχα φιλελεύθερα αμερικανικά που προσφέρουν προφίλ και δημόσια εικόνα του πρωταγωνιστή με έναν αέρα αριστερού ουμανισμού.

 

Αρκεί, ωστόσο, ένα σχόλιο στο τέλος, με τα σκουπίδια να κατακλύζουν την πόλη της Θεσσαλονίκης, δύο χρόνια μετά, για να καταλάβουμε πως το έργο του Μπουτάρη είναι από δύσκολο ως ουτοπικό. Συνεπώς, η έννοια ενός ρομαντικού καβαλάρη που θα ερχόταν να σώσει την πόλη είναι αυτή που διακατέχει το Ένα βήμα μπροστά και όχι αναγκαστικά η στρατευμένη θέση της αλλαγής από το κατεστημένο.

 

Όπως και να ‘χει, οι σπαρταριστοί διάλογοι μεταξύ Μπουτάρη και Άνθιμου, οι προεκλογικές βόλτες του στις λαϊκές αγορές, η αποτύπωση της τακτικής και των πλάνων του στρατοπέδου Μπουτάρη, με ανάλογη αυξομείωση και στον ρυθμό της ταινίας, η επίσκεψή του στη γηραιά μάνα (που, αν και διαρκεί ελάχιστα, δείχνει πολλά για την ανατροφή και τη νοοτροπία του) και η σταδιακή εξομολόγησή του μπροστά στην κάμερα για τα χρόνια που έζησε με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε προκαλούν διασκέδαση και συγκίνηση, πράγμα σπανιότατο για τα συνήθως σοβαροφανή πορτρέτα ανθρώπων που δεν ανήκουν στον ευρύτερο χώρο του θεάματος.

 

 

 

 

 

Συν τοις άλλοις, ο Γιάννης Μπουτάρης αποδεικνύεται και θεαματικός.