Ο Όλιβερ Στόουν πάντοτε βλέπει και ερμηνεύει την κοινωνία με πολεμικούς όρους. Οι καλύτερες ταινίες του, εκτός από το πλήρες JFK, είναι πολεμικές. Και η μεγαλύτερη αποτυχία του, ο Αλέξανδρος, κι αυτή πολεμική ήταν. Όλοι οι ήρωές του, ανεξαιρέτως, μάχονται ή διώκονται από τον Τζιμ Μόρισον και τον Γκόρντον Γκεκο μέχρι τον Ούγκο Τσάβες. Κι εδώ ο Τέιλορ Κιτς έχει επιστρέψει από τον πόλεμο, αλλά άφησε την ψυχή του πίσω, όπως λέει η ερωμένη Μπλέικ Λάιβλι, συνεχίζοντας: «Εγώ έχω orgasms, κι αυτός wargasms», όπως εξηγεί σε μια χαρακτηριστική ατάκα, δηλωτική της χονδροειδούς σεναριογραφίας του Στόουν, ο οποίος έχει ξανασκηνοθετήσει φυγάδες, τους Γεννημένους Δολοφόνους, με ξέφρενη διάθεση και αιχμηρή αίσθηση της κωμωδίας. Στην Αγριότητα, μια περιπέτεια μπασταρδεμένη με φάρσα, ο ταραντινισμός του αγγίζει την κλισέ καρικατούρα, κάτι που αποκαλύπτεται χωρίς γούστο και τακτ στους χαρακτήρες του Ντελ Τόρο και της Χάγιεκ – μόνο ο Τραβόλτα σώζεται, ίσως γιατί εμφανίζεται σποραδικά. Το τρίο του έρωτα και της μαριχουάνας, αναφορά στη χίπικη ιδεολογία που κουβαλάει από τα ’60s ο Στόουν, είναι τόσο αίολο που λειτουργεί μόνο με τη σπασμένη λογική του βιντεοκλίπ: καλλίγραμμες περιπτύξεις που αχνίζουν και άδειες θωριές στο ηλιοβασίλεμα της Δυτικής Ακτής. Το showdown μοιάζει με γουέστερν για κλάματα. Ευτυχώς που όταν ο Στόουν αυτοπροδίδεται, έχει το μοντάζ που τον σώζει.