Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση του Στίβεν Σόντερμπεργκ απο τον κινηματογράφο έχει αρχίσει. Πριν, λοιπόν, ασχοληθεί οριστικά με τη ζωγραφική (έτσι λέει...), ο Αμερικανός σκηνοθέτης συνεχίζει να είναι παραγωγικός και απερίσπαστος στον στόχο του: δύο ταινίες περίπου τον χρόνο, χωρίς δέσμευση σ’ ένα ομοούσιο στυλ. Ο filmmaker με τα πολλά πρόσωπα, σαν ψύχραιμος Ταραντίνο και θερμότερος Χίτσκοκ, εδώ βρίσκεται ανάμεσα στους δύο, προσλαμβάνοντας μια ερασιτέχνη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως ακριβώς είχε κάνει με την πορνοστάρ Σάσα Γκρέι στο Girlfriend Experience. Η Τζίνα Καράνο είναι πρωταθλήτρια στις μεικτές πολεμικές τέχνες, εγνωσμένης αξίας και υψηλής αναγνωρισιμότητας λόγω των τηλεοπτικών της εμφανίσεων, και ο Σόντερμπεργκ την επέλεξε κόντρα στο ρεύμα των ανορεξικών σταρ που τρέχουν, βαράνε και πυροβολάνε, πείθοντας ελάχιστα για τις ικανότητές τους. Η Καράνο, βαριά και ξύλινη, είναι ό,τι πρέπει για τον ρόλο. Ο Σόντερμπεργκ δεν δίστασε να πειράξει τη φωνή της στην τελική επεξεργασία του ήχου, βελτιώνοντας την επίπεδη εκφορά της - κάτι που δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα. Ως άλλη Παμ Γκρίερ/Τζάκι Μπράουν, εδώ εξυπηρετεί κάτι πολύ πιο μηχανικό και «μισθοφορικό». Τα συναισθήματα που καλείται να εκφράσει είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα και το ζητούμενο είναι η εκτέλεση αποστολών γύρω από ένα δίκτυο κατασκόπων και αντικρουόμενων εντολών. Με πλήρη έλεγχο του υλικού του, ο σκηνοθέτης/μοντέρ/οπερατέρ Σόντερμπεργκ και ο συνθέτης του Ντέιβιντ Χολμς ανασυνθέτουν ένα θριλεράκι είδους βγαλμένο από τα ’70s, αλλά με λούστρο σημερινό και τεχνολογική διαύγεια, μια καθαρή απόλαυση χωρίς σαιξπηρικές απαιτήσεις και περαιτέρω μπερδέματα - η επιτομή της επαγγελματικής χειροτεχνίας. Το ξύλο είναι πραγματικό και οι σταρ που πλαισιώνουν την Καράνο αναλώσιμοι, σαν ειρωνεία για τη χρήση του ηθοποιού στις μέρες μας.