Ανάμεσα στο πρωτότυπο Front Page του Λιούις Μάιλστοουν από το 1931 και το άσφαιρο remake του από τον Μπίλι Γουάιλντερ, του 1974, με τον Τζακ Λέμον και τον Γουόλτερ Ματάου, ορθώνεται αγέρωχη και διαχρονική η παραλλαγή του Χάουαρντ Χοκς, ο οποίος πήρε το θεατρικό κείμενο των Μπεν Χεκτ και Τσαρλς Μακάρθουρ και είχε τη φαεινή ιδέα να αντικαταστήσει τον έναν από τους δύο άνδρες δημοσιογράφους, διατηρώντας το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο, δηλαδή το «Χίλντι Τζόνσον». Συνεπώς, στην τραγωδία της επικείμενης εκτέλεσης ενός αθώου υπαλλήλου βιβλιοπωλείου και στην κωμωδία που διαμείβεται ανάμεσα στους εφημεριδανθρώπους προστέθηκε το ρομάντσο μεταξύ του μπαρουτοκαπνισμένου αρχισυντάκτη Γουόλτερ Μπερνς (Κάρι Γκραντ) και της κάποτε, και για σύντομο χρονικό διάστημα, συζύγου του (Ρόζαλιντ Ράσελ), η οποία έρχεται μαζί με τον αρραβωνιαστικό της να του ανακοινώσει πως ξαναπαντρεύεται και παραιτείται οριστικά. Ωστόσο ο Μπερνς, ένας γαλίφης, ένας καταφερτζής, ουσιαστικά ένας ανήθικος εκπρόσωπος της πάση θυσία είδησης, και καταφεύγει σε έμμεσα κόλπα για να κρατήσει την πολύτιμη Χίλντι, την καλύτερη στο να βρίσκει «λαβράκια», πατώντας ακριβώς στο πάθος για την αλήθεια που γνωρίζει πως διαθέτει. Την πιάνει στο φιλότιμο και την τουμπάρει, στέλνοντας τον μέλλοντα γαμπρό, τον ειλικρινή και μπουνταλά Μπρους στο Όλμπανι, με πλαστή επιταγή και την υπόσχεση πως όπου να ’ναι θα καταφθάσει και η αγαπημένη του ‒ η φυλακή τον περιμένει.

 

Το Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου έχει μείνει στην ιστορία ως η ταινία με τους πιο αστραπιαίους διαλόγους ‒ μάλιστα λέγεται πως ο Αμερικανός σκηνοθέτης έβαζε την πρωτότυπη ηχητική μπάντα ταυτόχρονα με το γύρισμα για να βοηθήσει τους ηθοποιούς να επιταχύνουν το τέμπο τους, ενθαρρύνοντάς τους να καβαλάνε τις ατάκες τους σε ένα overlapping που επηρέασε πολλούς στη συνέχεια, και δεν είχε προηγούμενο. Αντιπαρήλθε, όσο ήταν δυνατό, τη θεατρική φύση του έργου με σταθερά πλάνα που καταδείκνυαν τις διαφορές φάσης των χαρακτήρων. Μια πιο προσεκτική ματιά θα παρατηρούσε τη στάση τους, ανάλογα με τις προθέσεις και τις πράξεις τους, το νοούμενο και τα λεγόμενα. Σπουδαία σεκάνς είναι η εξομολόγηση του καταδικασμένου σε θάνατο στη Χίλντι μέσα από το κελί του: εκείνη του προσφέρει τσιγάρο, εκείνος θυμάται πως δεν καπνίζει αν και αρχικά το δέχεται, της το δίνει αναμμένο και της αφηγείται τα καθέκαστα και τον πόνο του, ενώ η Χίλντι τον ακούει με προσοχή, σπρώχνοντας ψιθυριστά την αλήθεια να ακουστεί, χωρίς περιττές χειρονομίες. Δυο κόσμοι χωριστοί που συμπίπτουν σχεδόν τρυφερά για να λάμψει το δίκιο, λίγο πριν γίνει ο συνήθης χαμός.

 

Όπως το συνήθιζε στη θεματική του, ο Χοκς δεν δείχνει καμία συμπάθεια στους κρατούντες: είτε τους γελοιοποιεί είτε τους σκιαγραφεί ως καιροσκόπους, ψυχρούς και στα ίσα διπρόσωπους. Ο Γουόλτερ Μπερνς δεν αποτελεί εξαίρεση. Θεωρεί δεδομένο τον επαγγελματικό του αμοραλισμό, δεν πιστεύει σε κανέναν και σε τίποτε προκειμένου να πουλήσει φύλλα. Για να φτάσει στο πηχυαίο αποκλειστικό πρωτοσέλιδο δεν χρειάζεται να πουλήσει τη μάνα του, γιατί πιάνει σύμμαχο, ξανά, το μεγαλύτερό του εύρημα, τη Χίλντι. «Ξαναπροδίδω τη γυναίκα μου» θα έπρεπε να είναι η ελληνική απόδοση, διότι τίποτε δεν προδικάζει μια ανθόσπαρτη δεύτερη πράξη στον γάμο τους. Το His Girl Friday, όπως είναι ο τίτλος, που υπονοεί τον σκλάβο Παρασκευά, παραπέμπει στον αφέντη που κινεί τα νήματα, δηλαδή τα ψέματα, και στη σκλάβα του με τον διπλό ρόλο της υφισταμένης και της συζύγου. Μόνο που η Χίλντι Τζόνσον αναδύεται πιο δυναμική από τους περιορισμούς της συνθήκης της. Οι δισταγμοί της και το κλάμα που συνοδεύει την απογοήτευσή της δεν αφορούν μόνο τα καθήκοντα που καλείται να εκπληρώσει αλλά και την ευθύνη απέναντι στο αξιακό σύστημα που έχει ορίσει η ίδια για τον εαυτό της. Για μια φορά, η «γκόμενα» του φιλμ, εργαζόμενη, ευγενική, κοινωνική, αγέρωχη, αυθεντικά χαμογελαστή και ζεστή, καθόλου πλούσια, όπως οι περισσότερες που προηγήθηκαν τη συγκεκριμένη δεκαετία, δεν είναι απλώς το διακοσμητικό θηλυκό ενός γραφείου που κάποια στιγμή θα καταλήξει οικόσιτη αλλά με την ενσυναίσθησή της αποδεικνύει πως ξέρει να κάνει σωστά τη δουλειά. Η εντυπωσιακή παρουσία (αλλά και η ουσία που βγάζει μέσα από τη Χίλντι) της Ρόζαλιντ Ράσελ κατατάσσει το Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα σε μια κατηγορία πέρα και πάνω από τη σπιρτόζικη, τρελή ομπρέλα του screwball ‒ άλλωστε, ένα ικρίωμα παραμονεύει έξω από τα γραφεία της εφημερίδας, ένας άνθρωπος κινδυνεύει να απαγχονιστεί από στιγμή σε στιγμή. Από εδώ η αξιοπρεπής και στυλάτη Ράσελ ξεκίνησε μια καριέρα με λαμπερούς σταθμούς και τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες για Όσκαρ, αν και για την ταινία παραδόξως δεν προτάθηκε. Στο Sister Kenny και στο My Sister Eileen δεν είχε πιθανότητες, αλλά στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα ήταν φαβορί και συζητήθηκε πολύ η ήττα της, ενώ ως Auntie Mame θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η νικήτρια έναντι της Σούζαν Χέιγουορντ. Το ταλέντο της ως κομεντιέν πυροδοτήθηκε από τη γενναιοδωρία του Κάρι Γκραντ, αυτού του κορυφαίου φαρσέρ του παγκόσμιου σινεμά, του καλύτερου ερωτικού παρτενέρ και του ωραιότερου, κομψότερου ηθοποιού που κατάφερε το ακατόρθωτο: να εξοστρακίσει τον ναρκισσισμό στον οποίο εύκολα θα μπορούσαν να υποπίπτουν, σε βαθμό ανίας ή αηδίας, οι χαρακτήρες που υποδύθηκε. Το Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου είναι ένα κλασικό παράδειγμα και το δικό του ξεκίνημα σε ένα μεγάλο πάρτι αμφίσημων ανδρών με χορευτική χάρη και άλυτο μυστήριο.