Καθώς παρουσίαζε την παράστασή του στους ενθουσιασμένους και κατάπληκτους κατοίκους του χωριού που γιόρταζαν την άφιξη του ηλεκτρισμού στο απομακρυσμένο τους νησί, η Αλίκη «μαγεύτηκε» και πείστηκε ότι τα κόλπα του ήταν πραγματική μαγεία. Τον ακολούθησε στο Εδιμβούργο και εκεί του κρατούσε το σπίτι, ενώ εκείνος ήταν στη δουλειά, σε ένα μικρό συνοικιακό θέατρο. Γοητευμένος από τον ενθουσιασμό της, την ανταμείβει με όλο και περισσότερα δώρα, τα οποία «προέκυψαν» από τις ταχυδακτυλουργίες του. Καθώς η Αλίκη μεγαλώνει, φτάνει η στιγμή που ερωτεύεται και φεύγει. Η ιστορία είναι στην ουσία της πολύ απλή: ένα κοριτσάκι μαγεύεται από τον μέντορα και όταν εκείνος χρεοκοπεί και αδυνατεί να εκπληρώσει τις επιθυμίες της, η μικρή φεύγει και ο Θαυματοποιός μένει μόνος, πικραμένος αλλά πιο σοφός.

Η αλληγορία του σκληρού νόμου του θεάματος, με άξονα τη χαρακτηριστική φιγούρα του Ζακ Τατί, ο οποίος όχι μόνο είναι η εμφανής έμπνευση αλλά και ο παρ' ολίγον πρωταγωνιστής αυτού του παλιού, δικού του, ανέκδοτου σεναρίου, που πραγματεύεται τη σχέση του με την κόρη του. Από τον σκηνοθέτη του Τρίου της Μπελβίλ, Σιλβέν Σομέ, ο οποίος και εδώ δείχνει πόσο καλά μπορεί να εφαρμόσει ένα ρετρό ύφος σε ενήλικο κινούμενο σχέδιο, αν και η πλοκή είναι πιο ισχνή και τραβάει σαφώς σε μήκος, παρά τα 80 λεπτά της διάρκειας.