Ανία και άνοια: το πορτρέτο μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία αποκτά νόημα στη ζωή της γράφοντας ποίηση, ενώ παράλληλα προσπαθεί να διαχειριστεί την αποτρόπαια πράξη του εγγονού της, ο οποίος συμμετείχε μαζί με συμμορία φίλων του στον βιασμό μιας συμμαθήτριάς του. Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης εκφράζει επίσης την επιθυμία του για ένα σινεμά απαλό και διακριτικό, ουμανιστικό και παρατηρητικό, ισορροπημένο ανάμεσα στον στοχασμό και το δράμα. Ο εγγονός είναι μαθητής που ζει με τη γιαγιά. Βλέπει όλη την ημέρα τηλεόραση και παρασύρεται από την αγοροπαρέα του σχολείου, ένα μάτσο αλήτες που σκοτώνουν την ώρα τους προσπαθώντας να σκαρώσουν ένα αξιομνημόνευτο κάζο - που τελικά, τραγικά, εξελίσσεται σε έγκλημα. Βιάζουν μια κοπέλα, συμμαθήτριά τους, η οποία, μετά, αυτοκτονεί.

Η γιαγιά πάσχει από την αφηρημάδα της ηλικίας. Άνοια ή Αλτσχάιμερ, δεν έχει και τόση σημασία στο μικροαστικό περιβάλλον της ταινίας. Αναπτύσσει μια αγάπη για τις λέξεις, τον ρυθμό και την τρυφεράδα τους, θέλει να δει τον εαυτό της με ευγενικούς όρους, στο πλαίσιο της ποιητικής γραφής. Σκαρώνει στίχους και για να το καταφέρει, κοιτάζει τον φυσικό θησαυρό που την περιβάλλει, εμπνέεται από τους ήχους και τη σιωπή, παρατηρεί αλλιώς τον κόσμο. Μπορεί να φυραίνει αλλά δεν είναι χαζή: καταλαβαίνει πως κάτι κακό έχει συμβεί στον εγγονό της και όταν σιγουρεύεται πως πρόκειται για έγκλημα, ντιλάρει τις συνέπειες για χάρη ενός παιδιού παραδομένου στην αδράνεια. Κατά κάποιον τρόπο μοιάζουν, με τη γιαγιά σε πιο πλεονεκτική θέση. Μένουν μαζί αλλά μοιράζονται τις μοναξιές της γενιάς και του θυμικού τους. Κοινή συνισταμένη η ανία τους, η δυσκολία να ξεφύγουν, η εσωστρέφεια, η απουσία κινήτρων.

Ο σκηνοθέτης, γνώστης της ανθρώπινης κατάστασης, υπονοεί πως η ποίηση είναι ίσως η μόνη διέξοδος σε άτομα που περιθωριοποιούνται, ίσως η καλύτερη λύση για την ανέξοδη και φυσική σωτηρία της ψυχής τους. Ανάμεσα στον νέο και τη γηραιά κυρία σέρνεται σαν μαχαίρι πάνω σε μετάξι το σχόλιο του σκηνοθέτη για μια κοινωνία που αδιαφορεί, που δεν δρα με αμεσότητα, ζεστασιά και φροντίδα, για μια κουλτούρα που, όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές και σε διαφορετικούς τόπους, είναι ένα μηδέν όταν δεν σέβεται τους ηλικιωμένους και τους έφηβους.

Στην περίπτωση της Ποίησης, η τέχνη στο πρόσωπο της ηρωίδας είναι μια προσωπική υπόθεση που δεν σχετίζεται με ρεύματα, σχολές και ελιτισμό, αλλά με μια ανάγκη αρμονίας, όπως ακριβώς είναι και η αντίληψη της στιχοπλοκής και της ποιητικής για τους παλιούς, απλούς ανθρώπους.Είναι η απόθεση του μυαλού στην ομορφιά, στη χαρά της δημιουργίας ενός συναισθηματικού αντίβαρου στην πεζότητα. Είναι ακριβώς ο χαρακτήρας μιας φιλάρεσκης κυριούλας που καταφεύγει στην ουτοπία της τελειότητας, όταν ο πιο αγαπημένος της άνθρωπος έχει διαπράξει μια ανείπωτη ασχήμια. Με τον ίδιο τρόπο, ο Λι Τσανγκ Ντονγκ βρίσκει την απλότητα σε ένα τρυφερό σινεμά που, για το γούστο και τα πιστεύω του, γλιστράει στο αισθητικό «έγκλημα». Μετά από 15 χρόνια απουσίας επανέρχεται η ηθοποιός που πρωταγωνιστεί. Το όνομά της είναι δύσκολο για 'μας, αλλά η ερμηνεία της πολύτιμη. Για ακατανόητο λόγο, το βραβείο στις Κάννες πήγε στην Ζιλιέτ Μπινός αντί σε εκείνην. Το σενάριο, ωστόσο, τιμήθηκε στο φεστιβάλ.