Η Λιζ Γκίμπερτ είχε τα πάντα και τίποτε δεν την ικανοποιούσε. Ούτε το σπίτι, ούτε η δουλειά, ούτε ο σύζυγός της. Την πιάνει κρύος ιδρώτας και αποφασίζει να σταματήσει τον γάμο της, αλλά ούτε και ο γκόμενός της την βγάζει από ένα ασαφές υπαρξιακό angst. Και κάνει αυτό που η Κάρι Μπράντσο δεν τόλμησε ποτέ: εγκαταλείπει την άβολη πόλη που μέχρι τότε τη βόλευε στο κρυφτό με τον εαυτό της και βάζει πλώρη γι' άλλα λιμάνια, σχετικά άγνωστα. Εκεί λοιπόν που η Κάρι και οι φίλες της πάνε στο Μαρόκο ή σε ένα σπα, η Λιζ, που δεν έχει τόσες φίλες (αλλά οι άνδρες της ζωής της, ο Μπίλι Κράνταπ και ο καυτός Τζέιμς Φράνκο, είναι μια χαρά παιδιά), μαζεύει τα πράγματά της και την κάνει προς Ανατολάς.

Πρώτη στάση η Ρώμη, για να δοκιμάσει την ιταλική κουζίνα κι επιτέλους να χαρεί. Και όντως απολαμβάνει τις μακαρονάδες, τις πίτσες, τα παγωτά και τη μοναξιά της, αντιστεκόμενη στο φλερτ των ντόπιων. Ξεχάστε ό,τι ξέρατε για τα ελληνικά κλισέ που φρόντισε να υπενθυμίσει με γλαφυρότητα και αφέλεια η Νία Βαρντάλος. Ο Ράιν Μέρφι και το σενάριο, βασισμένο σε best seller, αναπαράγει με προσβλητικό τρόπο την προφορά, τις χειρονομίες και τις συνήθειες των Ιταλών, λες και βρισκόμαστε στην τουριστική δεκαετία του '60 - δείτε το Summertime του Ντέιβιντ Λιν, με την Κάθριν Χέπμπορν στον ρόλο μιας γεροντοκόρης Αμερικάνας που παρασύρεται από τα κλισέ που έχει στο μυαλό της για την Ιταλία, στην πιο τουριστική της πόλη, τη Βενετία, για να καταλάβετε πως ο περιβάλλον χώρος και οι άνθρωποι την στοιχειώνουν βαθιά, αισθηματικά, στην καρδιά της ψυχής της.

Μετά το μεγάλο φαγοπότι, που συνοδεύτηκε από μια κομψή μελαγχολία, το eat δηλαδή, η Λιζ πάει στην Ινδία για το pray, τον απαραίτητο διαλογισμό. Εκεί έρχεται αντιμέτωπη με τις κακουχίες της αυθεντικής διαβίωσης σε ένα άσραμ, αντίθετα με την προσομοίωση προσευχής που δοκίμασε στη Νέα Υόρκη, κατά τον ίδιο τρόπο που η πίτσα δεν ήταν τόσο νόστιμη ή η εσωτερική γαλήνη δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί μακριά από το φυσικό περιβάλλον. Στην Ινδία, επιτέλους, συναντάμε εμείς μια κανονική, συγκινητική ερμηνεία. Ο Ρίτσαρντ Τζένκινς είναι ο έτερος Αμερικανός στο μοναστήρι. Την αντιμετωπίζει με ειρωνεία και την αποκαλεί Grocers, πειράζοντάς τη συνεχώς για τη μανία της να τρώει γρήγορα το φαγητό της. Η σκηνή που της αποκαλύπτει τους σκελετούς που τον τυραννούν και μαρτυρά τους λόγους που τον οδήγησαν μακριά από τη γυναίκα και τον γιο του είναι η πιο δυνατή της ταινίας, και προς τιμήν της, σαν τις παλιές σταρ, η Ρόμπερτς την αφήνει να κυλήσει στα λυπημένα μάτια του Τζένκινς, μοναδικού στο underplaying.Πριν ακόμη καταλήξει η Λιζ στο Μπαλί η ταινία αργεί αδικαιολόγητα, αφήνοντας τον χρόνο να κυλήσει κατά της. Οι νόστιμες στιγμές της ακυρώνονται από μια ξινή υποψία πως η ηρωίδα είναι όχι μόνο θύμα του καταναλωτισμού και των συνεπειών της δυσανεξίας στη δυτική εκπαίδευση, αλλά ένα επιθετικό παπαγαλάκι του, ένας θύτης που δεν έχει κανένα σκοπό να συνέλθει. Αυτό θα συνέβαινε αν έσκυβε πραγματικά και βαθιά στις πληγές.

Το Eat Pray Love είναι μια ακόμη χολιγουντιανή φαντασία με ταξιδιωτικό ντύμα, ηθελημένη φωτογένεια και εμφανή τα σημάδια της new age νοοτροπίας. Δηλαδή, ένας χαλαρός αθεϊσμός που λιβανίζει τη μόδα της θετικής ενέργειας και κινηματογραφείται σαν μουσικό ιντερλούδιο. Η οριστική κατάρρευση έρχεται στην τέταρτη πράξη, στο τρίτο ταξίδι. Το Μπαλί είναι η εξωτική ονείρωξη κάθε Αμερικανής που «βλέπει μακριά», ένας ασιατικός παράδεισος όπου κατοικοεδρεύει ένας ναυαγός του έρωτα, ο Χαβιέρ Μπαρδέμ, ιδανικός εραστής στον ρόλο του εξημερωμένου αρραβωνιαστικού. Εκεί η Λιζ πρέπει να διαλέξει: θα βάλει την ουρά στα σκέλια και θα επιστρέψει άπραγη ή θα αναγκαστεί να φτιάξει τη ζωή της με τον άνδρα που της έτυχε; Χρειάζεται να σας πω τι θα γίνει; Το κακό είναι πως μετά από δυόμισι ώρες, οι υπόλοιποι δεν έχουμε κουράγιο καν να δούμε με ποιον τρόπο θα τα κανονίσουν ο Χαβιέρ και η Τζούλια.