Η Κάθριν Μπίγκελοου είναι περίπτωση μοναδική στα χρονικά του αμερικάνικου σινεμά και κινδυνεύει να πάρει Όσκαρ Σκηνοθεσίας για τους λάθος λόγους: ενώ είναι μια conceptual καλλιτέχνις με εμμονή στην αεικίνητη κάμερα, την εκρηκτική δράση και την έκκριση ιδρώτα και αδρεναλίνης, η συγκυρία τη θέλει νικήτρια σε όλα τα φετινά βραβεία των ενώσεων επαγγελματιών και κριτικών (με εξαίρεση τις Χρυσές Σφαίρες) επειδή σκηνοθέτησε επιθετικά μια στιβαρή, ψυχολογική περιπέτεια για τον πόλεμο στο Ιράκ, ενώ οι υπόλοιπες που έχουμε δει μέχρι τώρα, καλές ή κακές, τριγυρίζουν το θέμα χωρίς να μιλάνε για την ουσία. Η ειρωνεία είναι πως το Hurt Locker (που σημαίνει πρόκληση φυσικού ή ψυχικού πόνου) θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε πολεμικό μέτωπο. Αυτό που ενδιαφέρει την Μπίγκελοου δεν είναι καθόλου η εξήγηση αιτίων και αποτελεσμάτων μιας ούτως ή άλλως θολής επέμβασης σε ξένο έδαφος, αλλά η χαρτογράφηση της ψυχής του στρατιώτη και η διαδρομή του σε μια κινούμενη άμμο. Και αν η ιστορία όντως κάνει κύκλους, τότε έχουμε και φέτος μια μικρή επανάληψη του 1978, όπου ο Ελαφοκυνηγός πήρε τα Όσκαρ μετ' επαίνων, και μια μικρότερη ταινία, ο Γυρισμός, απέσπασε βραβεία για τις ερμηνείες των Φόντα και Βόιτ, όπως φέτος ξεχώρισε ο Αγγελιοφόρος του Όρεν Μόβερμαν, με τρεις υποψηφιότητες στα Όσκαρ και θέμα τον χειρισμό του πένθους των συγγενών των θυμάτων, πάντα στο Ιράκ.

Η Μπίγκελοου στήνει έναν καταπληκτικό ωρολογιακό μηχανισμό που ξεκινάει με την αντίστροφη μέτρηση της ομάδας Δέλτα και τελειώνει με την έναρξη μιας νέας και ακόμη μεγαλύτερης σε διάρκεια αποστολής του ειδικού στον αφοπλισμό βομβών Γουίλιαμ Τζέιμς. Ο Τζέιμς έρχεται στην ομάδα Δέλτα εσπευσμένα, όταν ο προκάτοχός του ανατινάζεται σε μια τυπική ενέδρα στη Βαγδάτη (τον υποδύεται ο Γκάι Πιρς, ο οποίος, όπως και ο Ρέιφ Φάινς σε ρόλο μισθοφόρου, εμφανίζεται σε ένα συντομότατο cameo, δηλωτικό του αναλώσιμου ρόλου των προσώπων στον πόλεμο). Ο Τζέιμς απειλεί να αποδιοργανώσει την ομάδα των στενών του συνεργατών, του τυπολάτρη πρώην καταδρομέα Σάνμπορν και του νεότερου λοχία Έλντριτζ, ασταθή και μάλλον δειλού. Στη δουλειά του είναι άσος, οι τεχνικές του είναι απαράμιλλες και η απουσία φόβου που τον χαρακτηρίζει τον φέρνει φάτσα με τον θάνατο με σχεδόν μαζοχιστικό τρόπο, πράγμα ασυνήθιστο για έναν άνθρωπο που, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, έχει έναν μικρό γιο από μια γυναίκα που τον περιμένει κάπου στην Αμερική. Ο Τζέιμς ορμάει στις αποστολές και δεν χαμπαριάζει από φόβο και κίνδυνο. Γνωρίζουμε κομμάτι του ψυχισμού του όταν έρχεται σε επαφή με ένα μικρό παιδί από το Ιράκ που μιλάει καλά αγγλικά και πουλάει DVD στους στρατιώτες της βάσης και που νομίζει πως είναι αυτό που έχουν σκοτώσει και «παστώσει» με βόμβα οι ντόπιοι αντάρτες, σε μια ανατριχιαστική σκηνή όπου πρέπει να ανοίξει το άψυχο σώμα του για να αποσυνδέσει τον πολύπλοκο εκρηκτικό μηχανισμό.

Κάπου εκεί η Μπίγκελοου σκιαγραφεί το προφίλ του πρωταγωνιστή για να τον συνδέσει με την πραγματικότητα εκτός πολέμου και να δώσει μια βάση στις ενέργειές του. Ο Τζέιμς είναι αινιγματικός και απαντά με ένα «δεν ξέρω» στην ερώτηση του Σάνμπορν ως προς το κίνητρό του, δείχνοντας πως η καρδιά του κτήνους ισχύει για τον πόλεμο και τον πολεμιστή, ανεξάρτητα από την πλευρά που παίρνει σε μια βίαιη κατάσταση. Η ιδιότητα του Τζέιμς γίνεται ακόμη πιο διφορούμενη, αν σκεφτούμε πως καλείται να απενεργοποιήσει τον θάνατο με τη δουλειά του, αν και ως άνθρωπος δεν είναι καθόλου ειρηνικός, ούτε έχει θάψει το τσεκούρι του πολέμου με τους δαίμονές του. Ο στρογγυλοπρόσωπος και υπερκινητικός Τζέρεμι Ρένερ, δίκαια υποψήφιος για Όσκαρ, είναι αξιομνημόνευτος σε έναν ρευστό ρόλο που δεν αναμασάει τα χαρακτηριστικά του στρατόκαυλου και τα φτύνει με αβεβαιότητα και αστάθεια, ανάλογη του μοντέρνου πολέμου που δεν σηκώνει cool, καθαρούς ήρωες με θεληματικό πηγούνι και απαρέγκλιτες αποφάσεις.

Κι ενώ η ταινία βρίθει θετικών στοιχείων, όπως η μοναδική αποσπασματικότητα των Ιρακινών ως Θέατρο Σκιών που οι Αμερικανοί αδυνατούν να διακρίνουν και να εντοπίσουν, έτσι που κινούνται στο παρασκήνιο της δράσης και στα μάτια τους είναι μια έθνικ μουντζούρα συνεχούς απειλής, δεν αποφεύγει να αναπαράγει τα εγγενή κουσούρια του σινεμά της Μπίγκελοου: μια επιδειξιομανή κίνηση της κάμερας προς πάσα κατεύθυνση και πολλά κλισέ στον διάλογο, κάτι που φαίνεται στις προσωπικές σκηνές μεταξύ στρατιωτών στο τζιπ και τον στρατώνα. Η Μπίγκελοου είναι υπεύθυνη για εκνευριστικές ταινίες με ακατάσχετη πολυπλοκότητα (Το βάρος του νερού), ακατάσχετη επιφανειακότητα (Στην κόψη του κύματος), ή ακατάσχετο θόρυβο (Strange Days, η χειρότερη). Πάντα υπάρχουν αρετές στα έργα της, γνώση της τεχνικής του σινεμά, αίσθηση του χώρου και του θέματος, παρά τον υπερβολικό χειρισμό και την εξουθενωτική της ανάγκη να αποδείξει πως είναι άνδρας στη δουλειά και αφεντικό στην υπογραφή.

Στο Hurt Locker όμως διαχειρίζεται με αποφασιστικότητα το θέμα που γνωρίζει καλά ο σεναριογράφος και πολεμικός ανταποκριτής Μαρκ Μπόαλ και στήνει μαεστρικά κάθε σκηνή έντασης, συνδυάζοντας την αμφιθεατρική θέα προς το σασπένς της επικείμενης έκρηξης με τα κλειστοφοβικά και ιδρωμένα κοντινά, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μερικές αξέχαστες σεκάνς, όπως εκείνη της παρακολούθησης στην έρημο, ή της ανατίναξης ενός αθώου στη μέση ενός εμπορικού δρόμου. Με το σοφιστικέ σύστημα ψηφοφορίας στα Όσκαρ που ανακοινώνονται τη Δευτέρα, το Hurt Locker είναι η ταινία που έχει διχάσει λιγότερο, σπρώχνεται από το consensus της ωριμότητας γύρω από τον πόλεμο του Ιράκ και έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ψηφιστεί σε πολλές ψηλές θέσεις ανάμεσα στις 10 υποψήφιες, αφού έχει αρέσει σε τόσο πολλούς. Αν τα καταφέρει, θα είναι η ταινία με τις λιγότερες εισπράξεις που θα έχει αποσπάσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.