Το Κι αν σου κάτσει είναι ένα ευπρόσδεκτα vintage έργο, σαν παλαιωμένο κρασί με ξεθυμασμένο άρωμα και ξεχωριστή γεύση με στρογγυλές και μαλακές τανίνες, που ο Άλεν σερβίρει σε θερμοκρασία δωματίου. Θυμίζει τον Νευρικό Εραστή, και δεν είναι μυστικό ότι ο Άλεν έγραψε το σενάριο εκείνη την περίοδο, προορίζοντάς το για τον γίγαντα του θεάτρου και είδωλο του, τον Ζίρο Μοστέλ, που πρωταγωνίστησε μαζί του στη Βιτρίνα, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος και δεν του έμελλε να γίνει ποτέ ο Μπόρις Γιέλνικοφ, ένας ευφυής καταθλιπτικός, αυτοκαταστροφικός μηδενιστής που μισεί το ανθρώπινο είδος, απέτυχε στον γάμο του με μια όμορφη γυναίκα, υπέκυψε στη μοναχικότητά του και μη πιστεύοντας σε τίποτε, αποσύρθηκε στους μονολόγους και στο μικρό του διαμέρισμα, στη Νέα Υόρκη φυσικά.

Ο εκκεντρικός Μπόρις έχει διανοούμενους φίλους στη γειτονιά, το Γκρίνουιτς Βίλατζ, που τον συμπαθούν αλλά δεν τον ανέχονται, ειδικά όταν προσβάλλει τα παιδιά που διδάσκει στο σκάκι και τα βρίζει, ενώ τσεπώνει το χαρτζιλίκι/αμοιβή, και εκπλήσσονται όταν τον βλέπουν να σπιτώνει μια νεαρή άστεγη, «φυγάδα» από το σπίτι της στον Νότο, μια μικρή ανίδεη που τον σκλαβώνει με την ευγένεια και την εξυπηρετικότητά της και σταδιακά τον ερωτεύεται. Κι εκείνος εκπλήσσεται από την ανεκτικότητά του και χωρίς να το παραδεχθεί, τσιμπιέται μαζί της. Η μητέρα της, μια συντηρητική βλάχα, βρίσκεται στα χωρίσματα με τον επίσης απαράδεκτο σύζυγό της και μετακομίζει στο σπίτι του ηλικιωμένου γαμπρού της. Πίνει και σταυροκοπιέται μέχρι να ανακαλύψει πως ούτε η μονογαμία ούτε οι χωριάτικες συνήθειες τής ταιριάζουν. Μεταμορφώνεται σε απελευθερωμένη και ελευθέρια ντίβα φωτογράφο (είναι καταπληκτική, γνήσια γουντιαλενική η Πατρίσια Κλάρκσον, στο ίδιο μήκος τρέλας της Νταϊάν Ουίστ στις Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ) και φαγώνεται να ζευγαρώσει την κόρη της με έναν όμορφο νέο που την ποθεί. Στο επίκεντρο ο Μπόρις, άλλη μια περσόνα που θυμίζει τον Γούντι Άλεν, και σαφώς παραλλάσσει τις προσωπικές του εμμονές σε μια νόστιμη έλλειψη προοπτικής γι' αυτό που ονομάζουμε γλυκιά ζωή.

Ο Λάρι Ντέιβιντ είναι πιο ξερός και αντιπαθής ως άνθρωπος από τον Άλεν, ξερακιανός και ασουλούπωτος, ευδιάκριτα Εβραίος, αλλεργικός στη γλυκερή έκφραση του συναισθήματος, λουκούμι για συγγραφείς που χαίρονται να ραψωδούν τη σκυλίσια, γκρινιάρικη πλευρά του γερασμένου λιονταριού - ο Νιλ Σάιμον είναι ένας από αυτούς. Το σενάριο του Άλεν δεν διαθέτει την απαράμιλλη κωμική επινοητικότητα του Νευρικού Εραστή, τη σκηνογραφική κινητικότητα και τη δύναμη των χαρακτήρων, καθώς και την πεντανόστιμη μείξη των αυτοβιογραφικών στοιχείων με το τώρα (θυμάστε την απίστευτη σκηνή, όπου ξεπροβάλλει ο Μάρσαλ Μακλιούαν από την ουρά στο σινεμά και βάζει στη θέση του έναν αναιδή ξερόλα;). Αν και σχηματικό, το έργο είναι ευχάριστο και ανυψώνεται από τις στέρεες ερμηνείες, κυρίως της Κλάρκσον και της Ρέιτσελ Γουντ στο ρόλο της εκνευριστικά αστοιχείωτης και καλόκαρδης Μέλοντι (μια ακαταμάχητη Αφροδίτη που δεν εκπορνεύεται), μιας πανέξυπνης ηθοποιού που μπορεί να παίζει την ενζενί με την ίδια φρεσκάδα που η Τζούντι Χόλιντεϊ είχε μπολιάσει τον χαρακτήρα της αρχετυπικής ξανθιάς στο Born Yesterday του Κιούκορ, ακόμη κι αν η ταινία δεν είναι ραμμένη επάνω της.

Ο Ντέιβιντ, γνωστός κυρίως στην Αμερική από το τηλεοπτικό του παιδί «Curb your enthusiasm», μοιάζει με ετεροθαλή αδελφό του Άλεν. Άλλη φάτσα, ίδιος αέρας δυσλειτουργικής οικογένειας. Συμπίπτουν απόλυτα στο πνεύμα της ταινίας, μια φραστικά επιθετική συμπεριφορά που πηγάζει από φιλοσοφία φόβου και δέους μπροστά στο άγνωστο της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν σου κάτσει ο έρωτας, η ευτυχία, η καλοσύνη, κόντρα στη λογική και τη συστηματοποίηση της σκέψης; Ο Γούντι Άλεν μπορεί να αλλάζει λίγο την πλοκή, αλλά δεν έχει σταματήσει να υποκλίνεται ή απλά να ανασηκώνει τους ώμους στο πώς γεννιέται το καλό από τη συμφορά από το πολύ μυαλό.