Προς τι οι πολλοί έπαινοι; Πολύ απλά, ο Λάνθιμος έφτιαξε ένα φιλμικό σύμπαν, μάντρωσε μια ιστορία μέσα στους τέσσερις τοίχους και στο γκαζόν της έπαυλης, άφησε σπόρους προβληματισμού και ξεβολέματος, χωρίς να θολώσει την αφήγηση - τι άλλο να θελήσει ένας υποψιασμένος θεατής για μια ελληνική ταινία αιχμής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας; Η υπόθεση είναι μια ολοζώντανη, σύγχρονη εκδοχή του πιο αρχετυπικού μύθου που συνδέεται με τη μεταφυσική ανησυχία της ανθρώπινης φύσης, το ξύπνημα του σεξουαλικού ενστίκτου και της τιμωρίας από τον Πατέρα.

Ο Γιώργος Λάνθιμος μεταφέρει το θεμέλιο της Παλαιάς Διαθήκης με αισθητική ψυχραιμία και απόλυτη καθαρότητα. Παίζει μυαλωμένα με τα οξύμωρα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών: ο Θεός/πάτερ φαμίλιας είναι τέλειος, ωστόσο άφησε τους πρωτόπλαστους να δαγκώσουν το μήλο, να βασανίζονται και να τον καταδιώκουν με την αμαρτία τους στον αιώνα τον άπαντα. Και τα παιδιά του είναι παιδιά του ιδίου πατρός (συνεπώς αδέλφια) αλλά και σύζυγοι - η αιμομιξία ξεκινάει από το σημείο μηδέν της δημιουργίας. Και όλα αυτά, χωρίς να δηλώνονται ως αλληγορία που βγάζει μάτι ή που κλείνει μεταφυσικά το μάτι στην πλοκή, αλλά κατατίθενται κινηματογραφικά μέσα από ένα γοργά σκηνοθετημένο, αφαιρετικά και οικονομικά γραμμένο σενάριο, με φόντο μια ουτοπική, ρετρό κατοικία (το ύφασμα των '70s τον εμπνέει, όπως και στην Κινέττα).

Ο Κυνόδοντας είναι μια κατασκευή που δεν απολογείται για τα ψυχολογικά αίτια των συστατικών υλικών της, και δίνει διαστάσεις στους χαρακτήρες που την αποτελούν. Τους εγκαθιστά άμεσα, συμπαγώς, με εφευρετικότητα, και τους βάζει να περπατήσουν στο μονοπάτι της διαταραχής που κυριαρχεί απειλητικά στο τακτοποιημένο, συντηρητικό περιβάλλον. Μια οικογένεια σε ένα ωραιότατο σπίτι με πισίνα και άνετους χώρους, ειδυλλιακό, πλαστικό σαν διαφήμιση του '70, κάπου σε ένα προάστιο. Ο μπαμπάς (συναρπαστικός ο Στέργιογλου) κρατάει δέσμια την οικογένεια μέσα στους φράχτες, πιστεύει πως την έχει υπό πλήρη έλεγχο, και τη γαμεί συστηματικά και συλλήβδην: τη σύζυγο που τον υπακούει τυφλά, τις δυο κόρες και τον γιο, που μιλούν σαν καθυστερημένα και έχουν μάθει στραβά το λεξιλόγιο.

Νομίζουν πως τα αεροπλάνα είναι παιχνίδια που καμιά φορά πέφτουν στον κήπο, πως τα ζόμπι είναι κίτρινα λουλούδια, ο Σινάτρα είναι ο θείος που τους τραγουδάει στοn δίσκο και η γάτα είναι ένα επικίνδυνο άγριο ζώο. Μισθώνει μια κοπέλα από τη δουλειά, τη Χριστίνα, για να ξεδιψάσει τις αγριεμένες ορμόνες του γιου και, χωρίς να το ξέρει, φέρνει το χάος στο σπιτικό. Η Χριστίνα κάνει δώρο στη μεγάλη κόρη μια στέκα για τα μαλλιά και ζητάει ως αντάλλαγμα ένα σεξουαλικό δώρο, που ταράζει την ισορροπία. Παρανοώντας τις αρχές της σφιχταγκαλιασμένης οικογένειας, ο πατέρας έκανε το λάθος να πιστέψει πως για το καλό των παιδιών δεν πρέπει να τα αφήσει ελεύθερα στον άσπλαχνο κόσμο - αυτό δεν μας λένε έμμεσα, ειδικά στην Ελλάδα;

Τη στιγμή του απογαλακτισμού, όταν το πιο δυνατό μας δόντι (ο Κυνόδοντας) θα κουνηθεί χωρίς επιστροφή και θα πάρει την άγουσα προς την έξοδο, τότε η «κακή εκπαίδευση» θα έρθει σε βίαιη ρήξη με το παρελθόν. Ο Λάνθιμος κλιμακώνει το σχίσμα σαν θρίλερ, αλλάζοντας με αυτοπεποίθηση ταχύτητες, όπως όταν η έξοχη Παπούλια χορεύει σαν να χύνεται σπασμωδικά η ψυχή της. Αντίθετα με τον Γιάννη Οικονομίδη, ο οποίος στις ταινίες του ακούει τη μικροαστική απόγνωση και τη μετράει με ντεσιμπέλ, ο Γιώργος Λάνθιμος δίνει κάποια ελληνικά χαρακτηριστικά στην οικογένεια, αλλά βλέπει την εικόνα της ως μέρος μιας οικουμενικής περιπέτειας, μιας διαδρομής που ενδεχομένως χτίζεται πάνω σε καλές προθέσεις αλλά λοξοκοιτάζει προς τον φασισμό, διαστρεβλώνοντας την ανάσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.