Τον Γιάννη Πετρίδη τον ανακάλυψα, όπως χιλιάδες πιστοί, στις απογευματινές του εκπομπές στο ραδιόφωνο. Από τις 4 ως τις 5, και από το 1977 μέχρι το 1983 που σταμάτησα να τηρώ το «ζεστό» ραντεβού επειδή ξεπόρτισα μεταφορικά και κανονικά, άκουσα σαν την Ιερή Αποκάλυψη όλο το φάσμα του παλιού ροκ και των σύγχρονων μουσικών τάσεων. Μορφώθηκα γιατί τελικά, πίσω από τις ελεύθερες επιλογές του, υπήρχε μια συστηματοποιημένη διάθεση κατάταξης. Αυτός ο εγκυκλοπαιδισμός τον προφύλαξε από πολλές κακοτοπιές, κι εμάς του ευλαβικούς ακροατές, από το χάος των πληροφοριών γύρω από τη μουσική βιομηχανία. Ο Γιάννης έπαιζε τα πάντα με μια ουτοπική αντικειμενικότητα.

Είναι σαφές ότι προτιμούσε αυτό που μάλλον ονομάζουμε κλασικό ροκ, αλλά δεν δίστασε να βάλει στα πικάπ του και άλλα είδη, μιαρά για τους purists. Επικαλούμενος τους καταλόγους επιτυχιών, είχε το ενωτικό άλλοθι αλλά και την ψυχραιμία ώστε να αποδείξει πως τα φαινομενικά αντικρουόμενα μουσικά είδη συγκροτούν μια ολότητα. Εν μέρει προσβλήθηκε από έναν ιό: ό,τι είναι charted, δεν είναι απαραίτητα διαχρονικό, ούτε αυτόματα καθαγιασμένο. Αλλά χρειαζόταν έναν μπούσουλα (το επαγγελματικό ευαγγέλιο Billboard) και δικαιώθηκε ο ίδιος από τον χρόνο, καθώς δεν πήρε ακραίες θέσεις - μόνο δικαιώθηκε; Είναι ο μόνος ζωντανός θρύλος στο τομέα του. Αντί μιας αυθαίρετης, άρα κι επικίνδυνης φλόγας, άφησε άλλους να πάρουν το ρίσκο των παρακινδυνευμένων προβλέψεων. Είναι και μετριόφρων, και άνθρωπος του μέτρου, και παρά τη μεγάλη δημοτικότητά του κράτησε ένα μυστήριο γύρω από τη ζωή του, προσκαλώντας μας να πιστέψουμε πως στην ψυχή του υπάρχει μόνο μουσική, κλασικός αμερικανικός κινηματογράφος και ροκ λογοτεχνία.

Απ' ό,τι καταλαβαίνω, η Νικόλ Αλεξανδροπούλου που σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ Once in a lifetime, δεν έχει παρακολουθήσει την πολύχρονη πορεία του Γιάννη Πετρίδη, ούτε τον γνώριζε προσωπικά. Αυτό είναι λίγο κακό και περισσότερο καλό. Σε αντίθετη περίπτωση, θα τον είχε λιβανίσει με μια αγιογραφία, παρασυρόμενη από το πάθος του για τη μουσική. Το λάθος της κινηματογραφικής της διαδρομής είναι πως επιχείρησε να συνδέσει το πορτρέτο του ανθρώπου με μια generic αποτίμηση της υποδομής και υποδοχής των μουσικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Στην πορεία, έκανε μερικά βήματα που μπορεί και να εκνευρίσουν τους πιστούς του Πετρίδη, αλλά νομίζω πως προσθέτουν, τουλάχιστον για την κατεύθυνση που ήθελε να πάρει.

Εκτός από μουσικούς παραγωγούς, έβαλε τον Πέτρο Κωστόπουλο να μιλήσει για το «αντίθετο» ραδιόφωνο, που ξεκίνησε στις αρχές των '90s, και τον Πέτρο Ευθυμίου να δώσει το στίγμα της πολιτικής κατάστασης γύρω από την Επταετία. Επίσης, έθιξε το λεπτό ζήτημα της ενασχόλησης του Πετρίδη, σε διευθυντικό επίπεδο, με τη δισκογραφία, την ίδια στιγμή που εξέδιδε το «Ποπ και Ροκ» και επηρέαζε τις μάζες μέσω του «Ποπ» και του «Ροκ Κλαμπ» από το ραδιόφωνο (ήταν μια αναγκαιότητα της εποχής, το καταλαβαίνω, αλλά και μια αναμφισβήτητη σύγκρουση συμφερόντων). Αν και οι απόψεις που ακούγονται συμβάλλουν στην πολυφωνία και θεωρητικά σε μια πληρέστερη κατανόηση των παραμέτρων που διαμόρφωσαν την περίοδο γύρω από το ροκ ως ιδεολογία, δεν διαφώτισαν περισσότερο το φαινόμενο που ονομάζεται «Γιάννης Πετρίδης». Μάλλον έμπλεξαν τον σκοπό. Καταλαβαίνω την προσπάθεια της εμβάθυνσης αλλά η ρότα δεν κατέληξε σε συγκεκριμένο λιμάνι. Αντίθετα, το πιο δυνατό, αν και ποσοτικά περιορισμένο, σημείο έρχεται στο τελευταίο μέρος, όταν ο Πετρίδης, που συνδέει το σινεμά Καλιφόρνια των πειραιώτικων παιδικών του αναμνήσεων με τη ροκ Γη της Επαγγελίας που επισκέπτεται ανελλιπώς από το 1975, πατάει το χώμα της Καλιφόρνιας και τριγυρίζει οδικώς ή πεζός στον τόπο που είναι η αφετηρία και το τέρμα του ονείρου του. Όλο το κομμάτι που προηγήθηκε όφειλε να πατήσει στο βινύλιο των μουσικών του προτιμήσεων.

Γιατί, όπως φαίνεται και από την ταινία, ο Γιάννης δεν είναι χαρισματικός αφηγητής (υπάρχουν φορές που διστάζει, όταν ο φακός αποτυπώνει τον λόγο του, και γενικεύει, ακόμη και σε πράγματα που σαφώς τον αγγίζουν, όπως στο μοναστήρι που γυρίστηκε ο Δεσμώτης του Ιλίγγου), αλλά ένας άνθρωπος που επενδύει τη συναισθηματική του επικοινωνία μέσα από τη βελόνα που οργώνει τα αυλάκια των δίσκων που αγαπά. Μιλάει καλύτερα με τη στάση του, με τις πράξεις του, με την κάμερα να κλέβει τις αντιδράσεις του. Επομένως, το Once in a lifetime στον πυρήνα του δεν είναι τίποτε άλλο από την εξίσωση (μιας και του αρέσουν οι λίστες) των μουσικών του επιλογών όλα αυτά τα χρόνια, που μας αφήνουν παρακαταθήκη το ανθεκτικό κριτήριο και τη δοκιμασμένη αισθητική του. Αυτή είναι η πολιτική του ιδιότητα, η συνταγή της διάρκειας, το claim to fame του, η ντροπαλοσύνη και η Φωνή του.