Η Τζάκι εργάζεται στα μόνιτορ που αναμεταδίδουν εικόνες από τις υπαίθριες κάμερες παρακολούθησης στη Γλασκόβη. Κάθε μέρα παρατηρεί ένα κομμάτι του κόσμου και προστατεύει τους πολίτες από τους παράνομους και τους επικίνδυνους. Μια μέρα όμως εμφανίζεται στις οθόνες της ένας άντρας από το μακρινό παρελθόν της. Ενώ δεν πίστευε πως θα τον ξαναδεί, αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει. Η Άρνολντ ξοδεύει με υπομονή μεγάλο κομμάτι του πρώτου μέρους στην παρατήρηση. Από τη μια μπαίνουμε στον πειρασμό της παρακολούθησης, στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αντικειμενικότητα της προστασίας και την υποκειμενικότητα της παρέμβασης και της ανεξέλεγκτης ματιάς, στην ακεραιότητα ενός επαγγελματία και την ανθρώπινη φύση ενός πληγωμένου ανθρώπου. Ενώ το θέμα του πολλαπλού βλέμματος είναι εξόχως κινηματογραφικό, και η Άρνολντ –βραβευμένη με Όσκαρ μικρού μήκους για το Wasp το 2003– δείχνει να κατέχει τη γλώσσα του σινεμά, η ταινία Red Road αργεί στην εξέλιξή της. Ως εκ τούτου δεν εγκαθιστά έναν θελκτικό τόπο για το θεατή, ούτε αγκαλιάζει το συναίσθημα της Τζάκι – παρά μόνο κοντά στη λύτρωσή της, μετά από την αποκάλυψη πολλών στρωμάτων στην αναδρομή της πλοκής. Το φιλμ είναι μέρος μιας τριλογίας που ονομάζεται «Advance Party» και αναπτύχθηκε στο workshop σεναριογραφίας του Sundance το 2005. Άλλοι δύο σκηνοθέτες θα χρησιμοποιήσουν τους ίδιους ακριβώς χαρακτήρες, πάντα στη Γλασκόβη, σε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, που θα ορίσουν οι ίδιοι. Το φεστιβάλ των Καννών αντάμειψε την Άρνολντ με το βραβείο της επιτροπής, και σίγουρα η βρετανή σκηνοθέτις υπόσχεται πολλά με τη σιγουριά και την ικανότητά της να μιλάει κινηματογραφικά για την εμμονή και τον πόνο.