Η δεύτερη ταινία του Μάικ Νίκολς αφηγείται τις περιπέτειες του απόφοιτου του πανεπιστημίου Μπεν, ο οποίος πέφτει θύμα αποπλάνησης από τη μητέρα της φιλενάδας του, και συζύγου του συνεταίρου του πατέρα του. Αντίθετα με το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, το ντεμπούτο του στο σινεμά, εδώ ο Νίκολς εφαρμόζει την ψευδο-αποσπασματική δομή και τα κωμικά τερτίπια που τον έκαναν διάσημο επί μια δεκαετία στο θέατρο, τα καμπαρέ και την τηλεόραση, στα θρυλικά σκετς του με την Ιλέιν Μέι. Ο Πρωτάρης ανήκει στη χρονιά που σήμανε την οριστική ρήξη του παλιού Χόλιγουντ με το νέο σινεμά. Μια γενιά δημιουργών από όλους τους χώρους πίεζε για να βγει στην επιφάνεια και να ασχοληθεί με τον πραγματικό κόσμο, και κυρίως τους νέους και το φρέσκο, αντιπαθές angst τους.

Ο Ντάστιν Χόφμαν έγινε μια από τις παντιέρες της ρεαλιστικής αντιμετώπισης ενός κινηματογραφικού ήρωα: ήταν έξυπνος αλλά όχι και ξεφτέρι ή ιδιαίτερα ξύπνιος, ασχημούλης, ανασφαλής και βαρεμένος, μιλούσε, δε, σαν άνθρωπος και όχι σαν παλιακή κινηματογραφική κατασκευή. Μέχρι τότε, οι ταινίες που πόζαραν ως νεανικές ήταν κάτι μιούζικαλ με αμμουδερές ή νέους-παραλίες, ή σαχλές κωμωδίες με μακρυμάλληδες που κουνιόντουσαν όποτε τους έριχνες κέρμα. Η διαφορά του Πρωτάρη από το έτερο δέος της ίδιας χρονιάς, το Μπόνι και Κλάιντ, είναι ότι η ταινία του Άρθουρ Πεν μιλούσε πιο έντεχνα και δραματικά για το παρόν με πρόσχημα μια παλιά ιστορία, ενώ ο Νίκολς πόνταρε στο κωμικό timing που γνώριζε απέξω κι ανακατωτά, θαμπώνοντας το κοινό και τους ειδικούς.

Η ταινία δεν έχει μείνει στην ιστορία για την πληρότητά της, αλλά, πέρα από τους Simon and Garfunkel και τα λαοφιλή ποπ τραγούδια τους, για το αξεπέραστο, σαν ελβετικό ρολόι ακριβείας, κωμικό interplay μεταξύ του 29χρονου. Χόφμαν (που υποδυόταν έναν περίπου 20άρη) και της σπουδαίας Αν Μπάνκροφτ, η οποία στα 35 της έπαιζε με μπρίο και ανατρεπτική θηλυκότητα την πλανεύτρα κυρία Ρόμπινσον (κου κου κου τζου)! Αμφότεροι απολαυστικοί, σε μια ταινία που δείχνει τα 40 και πλέον πρώην μοντέρνα χρονάκια της.