Η ταινία του Κέβιν Μακντόναλντ, που βασίζεται στην επιτυχημένη σειρά του BBC, ανοίγει δυο μέτωπα: το ένα μεταξύ της παλιάς και της νέας δημοσιογραφίας και το άλλο που αφορά τη στάση της δημοσιογραφίας απέναντι στον έλεγχό της προς την πολιτική. Το δεύτερο κομμάτι στηρίζει την πλοκή. Ο μιντιακά φωτογενέστατος πολιτικός είναι μπλεγμένος και ο παλιός του φίλος καλείται να διαλέξει μεταξύ του συναισθήματος και του καθήκοντος. Δυστυχώς, τα κλου είναι πενιχρά και μάλλον μπερδεμένα. Προς το τρίτο μέρος του έργου προστίθεται ο χαρακτήρας του Τζέισον Μπέιτμαν για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, και με την επαναφορά του κακού χαρακτήρα (ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες και χαλάσουμε το σασπένς) το μόνο που φαίνεται είναι πως αρκετοί σεναριογράφοι, όπως ο Τόνι Γκιλρόι και ο Πίτερ Μόργκαν έχουν κληθεί για να γιατρέψουν ένα ασθενές γράφημα ταινίας, που δεν ξεκολλάει παρά τις επαγγελματικές προσπάθειες rewriting. Για μας, του δημοσιογράφους, η αντίθεση του παλιομοδίτη ΜακΚάφρεϊ, ρεπόρτερ ογκόλιθου της «Washington Globe», που παραπέμπει σαφώς στη δοξασμένη «Washington Post» των πολιτικών αποκαλύψεων των ‘70s, με την Ντέλα Φράι, που γράφει στο μπλογκ της εφημερίδας, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η οπτική του Κέβιν Μακντόναλντ είναι μάλλον συναινετική, αν και δείχνει να συναρπάζεται από το μεθυσμένο, ξενυχτισμένο χύμα του αχανούς δημοσιογραφικού κοινόβιου που σε λίγο θα αποτελεί μουσειακό είδος - έντονα λευκά φώτα, χαρτιά πεταμένα, φύλλα που μυρίζουν φρεσκοτυπωμένο μελάνι. Η Φράι είναι το ορμητικό κορίτσι που εμπνέεται από την τηλεοπτική ταχύτητα και την ηλεκτρονική ευκολία, αλλά, δεν μπορεί, οι σοφοί δεινόσαυροι, όπως ο ΜακΚάφρει και η σιδηρά διευθύντρια, που την υποδύεται με πυγμή, ασφαλώς, η Έλεν Μίρεν, έχουν τη χάρη τους. Ελλείψει της ταινίας μυστηρίου, θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί μια εντονότερη δραματική κομεντί σχέσεων ανάμεσα στο ρευστό σύμπαν του κλασικού Τύπου, ωστόσο οι μηχανισμοί δεν άφησαν χώρο παρά μόνο για υπόνοιες και ανολοκλήρωτες επαφές.