Αν η πρώτη σκηνή μιας καλής ταινίας συχνά σου δίνει μια συνολική ιδέα για το τι θα παρακολουθήσεις, το Burning Days του Τούρκου Eμίν Αλπέρ ξεκινά με καλούς οιωνούς.

 

Κάπου στην τουρκική επαρχία ένας νεαρός εισαγγελέας και μια νεαρή δικαστής στέκονται πάνω από έναν κρατήρα. «Θέλω να σας συμβουλευτώ για κάτι», της λέει. «Ο δήμαρχος με προσκαλεί επανειλημμένα για δείπνο και βρίσκω δικαιολογίες για να τον αποφύγω». «Εδώ είμαστε μικρή πόλη», του απαντά, «τέτοιες περιπτώσεις είναι συνηθισμένες, μην ανησυχείς».

 

Με μια εικόνα και δυο λόγια ο Αλπέρ, που συνεχίζει να εξερευνά και να στηλιτεύει τις παθογένειες της Τουρκίας του Ερντογάν, μας έχει ενημερώσει ότι υπάρχει μια «μεγάλη τρύπα» στην τουρκική ενδοχώρα και ότι η διαπλοκή είναι συνηθισμένη. Στη συνέχεια οι κάτοικοι κυνηγούν ένα αγριογούρουνο στους δρόμους της πόλης, σε μια σκηνή που λειτουργεί τόσο συμβολικά όσο και ως προοικονομία.

 

Το άνυδρο τοπίο μαρτυρά την «ξηρασία» στο εσωτερικό τόσο των θεσμικών εκπροσώπων της πόλης όσο και των κατοίκων της. Μέσω ενός έξυπνου σεναριακού ευρήματος, ο Αλπέρ πειράζει λίγο τη συνταγή του άδολου υπερασπιστή της Δικαιοσύνης που τα βάζει με ένα διεφθαρμένο σύστημα και διατηρεί την αμφισημία του για αρκετό διάστημα.

 

Στην προσπάθειά του, όμως, να καταδείξει την ευνοιοκρατία, τη μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό, τον ωφελιμισμό και την ομοφοβία της επαρχίας, ανοίγει περισσότερες θεματικές από εκείνες που είναι διατεθειμένος να κλείσει, πλατειάζει και καταλήγει σε μια καταδίωξη που έχει φωτογραφηθεί μεν έξοχα, οριακά σαν λιντσιανός εφιάλτης –εκ του Ντέιβιντ Λιντς‒, μα φαντάζει και λίγο τραβηγμένη από τα μαλλιά, ειδικά στο πλαίσιο του πιο προσγειωμένου φιλμικού σύμπαντος εντός του οποίου έχουμε περάσει ήδη δύο ώρες μέχρι εκείνο το σημείο.

 

Πάντως, αν και με λιγότερη οικονομία από τις Τρεις Αδελφές και σημειολογικά (ακόμα) πιο προφανές από το Frenzy, αποτελεί αξιόλογο δείγμα μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές φωνές στη γειτονική χώρα που, δυστυχώς, παραμένουν «φωνές βοώντων εν τη ερήμω».