Η ταινία ξεκινάει από τη μαρτυρία ενός επιβάτη του υπερωκεάνιου «Σατούρνια» Βασίλη Καπόπουλου, ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία δίνει το στίγμα της ζωής του μπροστά στην κάμερα των συγγενών του και εστιάζει στην ευλογημένη όσο και τυχαία παρουσία του στη συνάντηση δυο μεγάλων ανδρών των γραμμάτων, του Έλληνα Καβάφη και του Πορτογάλου Πεσσόα. Είναι απίθανο αυτή η συνεύρεση να έλαβε ποτέ χώρα, όπως αμφιβάλλουμε και για την ύπαρξη του ίδιου του Καπόπουλου. Η αφορμή ερρίφθη και ξεκινάει ένα ταξίδι εν πλω, με αφετηρία τα δυο λιμάνια καταγωγής των δυο ποιητών.

Ο Καβάφης και ο Πεσσόα μοιράζονταν αρκετές εκλεκτικές και άλλες συγγένειες - ο Πεσσόα προτιμούσε να λογίζεται λιγότερο ποιητής και περισσότερο συγγραφέας πρόζας. Έδρασαν σε δυο λιμάνια, την Αλεξάνδρεια και τη Λισαβόνα, σε περιόδους που παρήκμαζε η μεσογειακή τους αίγλη. Έγραψαν μοναχικά και συστηματικά την ίδια εποχή, πέθαναν σχετικά νέοι, αποτύπωσαν τις ομοερωτικές τους ανησυχίες, δούλεψαν βιοποριστικά σε επαγγέλματα που είχαν σχέση με γράμματα, αλλά δεν ήταν διόλου δημιουργικά. Η βιογραφία τους θα ήταν άσκοπη, αδύναμη να συλλάβει τις ψηφίδες του πνεύματός τους ή να αποδώσει αλλιώς το αέναο αγνάντεμα προς τη ζωοδότρα και αχθοφόρο θάλασσα.

Ο Χαραλαμπόπουλος εμπνέεται από τις προσωπικότητές τους όπως τις διάβασε και τις ένιωσε και φτιάχνει ένα κινηματογραφικό μυθιστόρημα που ψάχνει την αλήθεια μέσα από τις δικές τους λέξεις. Στην καρδιά της ταινίας του βρίσκεται ένα σκαρίφημα στο σκαρί του πλοίου που φανταστικά τους ταξιδεύει στο Νέο Κόσμο, στα οικονομικά κέντρα μιας νέας εποχής που ανοιγόταν μπροστά από τη μελαγχολία του τέλους που περιέγραφαν με μυστηριακό υπαρξισμό (Πεσσόα) και μοιρολατρικό, μελαγχολικό αισθησιασμό (Καβάφης). Οι κουβέντες που θα μπορούσαν να είχαν ανταλλάξει στην κουπαστή του Σατούρνια μπροστά στον τυχερό επιβάτη Καπόπουλου, δηλαδή το λαϊκό μάρτυρα με τα μάτια της κάμερας του Χαραλαμπόπουλου, είναι το παράθυρο για την έντεχνη παραποίηση της αλήθειας, την τέχνη της ποίησης που δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν, το αποτέλεσμα της έξαψης που σπινθιρίζει μπροστά στο «τι θα γινόταν» από δυο ιδιοφυείς εγκλωβισμένους σε ένα προσωρινό élan χαράς, ζωηρή κι ανέμελη απόδραση από την τυραννία και τη μοναξιά τους.

Ενώ η σύλληψη της ταινίας ακούγεται προϊόν διανοούμενου που ψάχνει την υλοποίηση μιας παράτολμης ιδέας, η ίδια η ταινία κυλάει με σασπένς εικόνων και λόγου χάρη στη διαύγεια και τη γνώση του Χαραλαμπόπουλου πάνω στο θέμα και τις προεκτάσεις του. Ορμώμενος από το περιεχόμενο του έργου τους, έχει κάθε δικαίωμα να αναπλάσει την Ιστορία μέσα από μια μυθοποιημένη μακριά στιγμή και να ανακαλέσει με προσεκτικό νατουραλισμό λειτουργικές σκηνές από τη ζωή τους. Υπάρχουν πλατειασμοί στην ταινία καθώς και η εντύπωση πως πολλά από αυτά που συμβαίνουν κινούνται στο κεφάλι του σκηνοθέτη και εκφέρονται από βαρύ και συνεχόμενο voice over. Αυτό ωστόσο είναι το ελάχιστο τίμημα για ένα πρωτότυπο εγχείρημα και μια πέρα για πέρα ικανοποιητική ταινία που αψηφά την κατηγοριοποίηση, μια σπουδή πάνω στο μεγάλο ψέμα που κρύβει την αγωνία της μεγάλης αλήθειας, ένα πορτρέτο της πολυδιάστατης παρακμής, όπως τη φέρει η μεταφυσική απορία του Πεσσόα και η παραδοχή της σαρκικής προδοσίας του Καβάφη.

Σε αυτή την άρτια ταινία δεσπόζει η μουσική του Νίκου Κυπουργού, ο οποίος βρίσκεται σε δημιουργική φόρμα, όπως διαπιστώνουμε και στα Συντρίμμια Ψυχής, που θα βγουν στις αίθουσες στα τέλη του μήνα. Κυρίως, έχει πετύχει το σύμπαν, το χωροχρόνο, γιατί όπως είχε γράψει και ο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας, «το περιβάλλον είναι η ψυχή των πραγμάτων».