Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς προσπαθώντας να δώσει το στίγμα του Inland Empire; Νά μια καλή άσκηση για την άχαρη αναπαράσταση ενός έργου με δική του λογική, που αντιβαίνει τους κανόνες της περιγραφικής αφήγησης χωρίς αυτό να σημαίνει πως η φαινομενική του αναρχία δεν υπακούει στην κίνηση ενός σύμπαντος, τόσο καλά φτιαγμένου που τελικά αιωρείται και τοποθετείται με αναπάντεχη και εκπληκτική κανονικότητα.

Η πρωταγωνίστρια ονομάζεται Νίκι Γκρέις, είναι σοβαρή ηθοποιός αν και το όνομα της παραπέμπει σε πορνοστάρ, και μαθαίνει από μια κουτσομπόλα γειτόνισσα με ανατολικοευρωπαϊκή προφορά, μέσα στη σχεδόν παραμορφωμένη έπαυλή της, πως πρόκειται επιτέλους να πάρει το ρόλο της ζωής της, αυτόν που κυνηγάει τόσο πολύ και που θα την ξαναφέρει στο προσκήνιο μετά από πολύχρονη απουσία. (Στην πραγματικότητα ο Λιντς ανακάλυψε τυχαία πως η Ντερν είναι η νέα του γειτόνισσα και της πρότεινε το ρόλο στην ταινία στο κατώφλι του σπιτιού της!) Θα δουλέψει με τον Κίνγκσλεϊ Στιούαρτ, έναν ψωνισμένο σκηνοθέτη γεμάτο πάθος και ένταση (Τζέρεμι Άιρονς), και τον γλοιωδώς κομψευόμενο ηθοποιό Ντέβον (Τζάστιν Θερού), ένα κλασικό δείγμα χολιγουντιανού ανερχόμενου σταρ, που δεν χάνει ευκαιρία να τα ρίξει στις συμπρωταγωνίστριές του. Το αισθηματικό μελόδραμα που προβάρουν έχει τον εξεζητημένα αστείο τίτλο «On high in blue tomorrows» και ατύχησε σε μια προηγούμενη μεταφορά του, έχοντας πλέον αποκτήσει τη ρετσινιά του στοιχειωμένου σεναρίου. Όπως λένε και στην ταινία, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε γιατί ανακάλυψαν κάτι παράξενο μέσα στο στόρι: οι δύο πρωταγωνιστές δολοφονήθηκαν. Η Νίκι και ο Ντέβον, νομοτελειακά, συνάπτουν μια παράνομη και βεβιασμένη ερωτική σχέση. Αγχωμένη και μονίμως φοβισμένη, η Νίκι πιστεύει πως κάτι ή κάποιος την παρακολουθεί μέσα στο πλατό και, από την άλλη μεριά του καθρέφτη, ανακαλύπτει πως ο διώκτης της είναι... η ίδια. Βλέπουμε πολλές σκηνές με τη Νίκι να προχωράει σε διαδρόμους, να ακολουθεί έναν προβολέα, να σκαρφαλώνει μια σκάλα και να βρίσκεται στην Πολωνία. Μαζί με γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη, η Νίκι βρίσκεται φυλακισμένη στο σπίτι της, το οποίο έχει μεταμορφωθεί σε εφιαλτικό μπουντρούμι. Όλες μαζί θα επιδοθούν σε ένα ασυνήθιστα σκληρό και αδυσώπητο πόλεμο κάστινγκ, σαν πόρνες που ξεπεζεύουν την πραμάτεια τους, και αργότερα θα το ρίξουν στις πρόβες με μουσική υπόκρουση το νούμερο ένα χιτ από τη δεκαετία του '60, το γνωστό The Loco-Motion με την Little Eva. Ένας απειλητικός Πολωνός ονόματι Phantom βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, και αίμα με κέτσαπ μπερδεύονται και την μπερδεύουν ακόμη περισσότερο. Η ταινία μέσα στην ταινία ξεδιπλώνει τον φαντασιακό κόσμο του σεναρίου και προβάλλει τον ψυχισμό της ηθοποιού, που μετέχει στην ταινία που πρόκειται να γυρίσει ως θεατής και όχι ως πρωταγωνίστρια - ακριβώς με τον τρόπο που στους εφιάλτες μας ξετυλίγουμε το κουβάρι μιας πλοκής αδυνατώντας να παρέμβουμε και να εμποδίσουμε το φινάλε. Η διαφορά είναι ότι η Νίκι, στις τρεις ώρες που κρατάει το Inland Empire, δεν ξυπνάει, δεν λυτρώνεται δηλαδή, αν δεν παίξει την επώδυνη τελική σκηνή στην εμβληματική γωνία των λεωφόρων Hollywood και Vine στο Λος Άντζελες, ξερνώντας αίμα ανάμεσα σε αδιάφορους περαστικούς και άστεγους. Το γύρισμα τερματίζεται, ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται πως η ζωή της Νίκι έχει έλθει σε πλήρη επαφή με την ερμηνεία της και εκείνη δεν μπορεί να συνέλθει από την εμπειρία.

Όλα ξεκινούν από μια προσωπική εξομολόγηση της Νίκι, που ηχογραφείται σε έναν παλιό φωνόγραφο. Γύρω από αυτές τις κουβέντες ανελίσσεται σαν διαβολικό σπιράλ το στόρι της ταινίας. Ο Λιντς ανακατεύει τα δύο συστατικά που αποτελούν μια ταινία, τα λόγια και τις εικόνες, με την επιτήδευση ενός ταχυδακτυλουργού που παρουσιάζει μια ιστορία με μαγεμένους ήρωες και κακούς που τους υπονομεύουν. Δεν πρόκειται για sequel του Mulholland Drive αλλά για companion piece, που ξεφοδράρει τη μια ταινία και βουτάει τους πρωταγωνιστές σε μια ανάποδη κολυμπήθρα. Πρέπει κάποιος να προσέξει ιδιαίτερα για να διαγνώσει τη συμπόνια του για τους ηθοποιούς και τον έμφυτο μόχθο τους, από τη στιγμή που κυνηγάνε ένα ρόλο μέχρι την καθυστερημένη και πικρή επίγευση στη ζωή τους (επειδή δεν μπορούν να τους εγκαταλείψουν με ευκολία), με όλο τον πόνο που συνεπάγεται το ταξίδι τους. Για να το πετύχει αυτό κάνει μία ακόμη παραβολή για το σύστημα του Χόλιγουντ, πιο σκοτεινή και υποκειμενική (λόγω του βίντεο και της βραχνής εικόνας που προσφέρει) από εκείνη του Mulholland Drive. Το σημείο αναφοράς είναι η αγαπημένη του ταινία, Η Λεωφόρος της Δύσεως του Μπίλι Γουάιλντερ. Από δραματικό φιλμ νουάρ γίνεται μεταφυσικό/φαντασιακό θρίλερ, η προσέγγιση του είναι inland, πάει προς τα μέσα και εξερευνά τι μπορεί να κρυβόταν πίσω και κάτω από αυτόν τον μουσειακό χώρο που φιλοξένησε την τελευταία σπίθα μιας αφοσιωμένης αλλά περιθωριοποιημένης ντίβας. Οι σκηνογραφικοί του όροι δεν είναι μπαρόκ και επιβλητικοί - είναι ονειρικοί και αφαιρετικοί. Ο εξπρεσιονισμός της Νόρμα Ντέσμοντ/Γκλόρια Σουάνσον γίνεται μια μάσκα αγωνίας στο γωνιώδες, μακρόστενο πρόσωπο της Λόρα Ντερν (τι ερμηνεία, τι αφοσίωση, τι θάρρος, νά ο ρόλος για τον οποίο ένας ηθοποιός αξίζει να περιμένει και να υποφέρει!). Ως Αλίκη της ψευδαίσθησης και της μούφας που ενίοτε προϋποθέτει το σινεμά, βουτάει στις λεκτικές και τις οπτικές τρύπες μιας πολυμορφικής ιστορίας, και τραβιέται στον ιστό του ασυνείδητου. Όλες οι θεωρίες για τις οποίες επαίρονται οι ηθοποιοί στην «αναζήτηση της αλήθειας του ρόλου» παίρνουν μια δεισιδαιμονική μορφή σ' αυτό το ταξίδι μέσα στην ταινία, αψηφώντας το τυχαίο και ενθαρρύνοντας το ανοίκειο και το αναπάντεχο, που φωτίζει ένας μαγικός φανός του μυαλού.

Φυσικά, η ταινία δεν είναι απλώς μια μελέτη πάνω σε μια προηγούμενη μνημειώδη δημιουργία, ούτε μια στείρα συνέχιση της επιτυχίας που έκανε με την προηγούμενη ταινία του. Χρησιμοποιεί τα ανθρωπόμορφα ή ζωώδη σύμβολα του φόβου, τα σήματα προειδοποίησης, τις 60s πινελιές από την παιδική του ποπ κουλτούρα - σαν καλλιτέχνης που κάνει morphing τα προσωπικά του βιώματα σε μια ιστορία τελείως διαφορετική από την προσωπική του διαδρομή. Ως αυθαίρετος τίτλος με δευτερεύουσα μεταφορική σημασία, το Inland Empire προέρχεται από μια ξεχασμένη καρτ ποστάλ του Λιντς στο μπαούλο του, και αναφέρεται σε ένα μικρό προάστιο του Λος Άντζελες με αυτήν την ονομασία. Δεν μας απασχολεί αυτό παρά μόνο σε επίπεδο παραφιλολογίας για το κατά πόσο ο σκηνοθέτης εσωκλείει τα όνειρά του σε αυτήν την επιστολή από τα τάρταρά του. Μάλλον ναι, είναι η απάντηση, ωστόσο ποιος μπορεί να πει με σιγουριά σε ποια συρτάρια του μυαλού της τρομαγμένης Νίκι ζει ο μικρός Ντέιβιντ Λιντς - στους λαγούς, στους κακούς, στους ξένους που αλληγορικά διαβρώνουν και απειλούν το κινηματογραφικό κατεστημένο, στην ευπάθεια της μεταμόρφωσης και την απέραντη δύναμη της εγγραφής; Η αυτοκρατορία της ενδοχώρας είναι ένας απέραντος καμβάς και ο Λιντς τον ζωγραφίζει και γεμίζει τα αυλάκια του με παραπλανητικές λέξεις και δυνατές εικόνες.

Όσο για τη συνοχή και το νόημα πίσω απ' όλα αυτά, καιρός να καταρριφθεί ένας μεγάλος μύθος, όπως προφανές κλισέ έχει καταντήσει το να πούμε πως δεν υπάρχει κανείς άλλος που μπορεί να συλλάβει τους εφιάλτες με την κρουστή ευκρίνεια του Λιντς. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στο ρυθμό και την τάξη μιας τυχαίας φέτας από την καθημερινότητά μας: δεν μοιάζει καθόλου με τις ταινίες και τα παραμύθια που έχουμε μάθει να ακούμε, και δεν ακολουθεί τη σειρά των γεγονότων που επιβάλλουν οι τρεις πράξεις του κοινού δράματος, σύμβαση που μας βολεύει και μας ξεκουράζει. Ο Λιντς δεν μας κολακεύει ούτε μας διευκολύνει, και το ψυχαναλυτικό αλλά εξόχως κινηματογραφικό παζλ στο οποίο μας προσκαλεί διαθέτει μια στέρεα καλλιτεχνική λογική και όλα τα εχέγγυα του πειρασμού, της τιμωρίας και της λύτρωσης. Εκτός από την αυτοαναφορά και την επανάληψη των μοτίβων και του θέματος του Χόλιγουντ, δεν μπορώ να παραπονεθώ για κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να δει και να ξαναδεί ο θεατής την ταινία για να καταλάβει τι γίνεται. Αρκεί να συγκεντρωθεί στην αρχή και να αφεθεί και να σκεφτεί, μέχρι τη διονυσιακή, έσχατη μουσικοχορευτική σκηνή με τις χαρωπές εμφανίσεις των φαντασμάτων από την προηγούμενη ταινία. Γι' αυτό και δεν δέχομαι πως πρόκειται για πειραματική ταινία αλλά για στοιχειωμένο και στοιχειωτικό, ολοκληρωμένο, ιδιοφυές, αυτόνομο, πανανθρώπινο έργο ενός Demiurge (όρος που δεν είναι πρέπων να λέγεται επί ματαίω), που παιδεύεται, ματώνει και νοιάζεται. Εμείς έχουμε την τύχη να μετέχουμε στο ύψιστο ταλέντο του μοναδικού αποκωδικοποιητή του εφιάλτη που απωθούμε και μάλιστα με κρουστή ευκρίνεια.