Το Antebellum, μια high concept ταινία τρόμου για τη μαύρη εμπειρία, ξεκινά με ένα μονοπλάνο σε φυτεία με σκλάβους κάπου στον αμερικανικό Νότο. Η σκηνή είναι τόσο δυσανάλογα καλλιγραφημένη σε σχέση με τη φρικωδία που εκτυλίσσεται, ώστε παραπέμπει περισσότερο σε πορνό δυστυχίας.

 

Είναι ενδεικτική του τι θα ακολουθήσει την επόμενη μισή ώρα, όπου, συν τοις άλλοις, βρίσκεσαι να παρακολουθείς ένα φιλμ που, λόγω (και) των διαλόγων και της εκφοράς τους, φαντάζει κακό, μα είναι επίτηδες κατασκευασμένο έτσι ώστε να εξυπηρετήσει το ευρύτερο όραμα των δημιουργών, όπως στο πρόσφατο Serenity (2019). Aκολουθεί ένα απρόσμενο δεύτερο ημίωρο που συχνά παραπέμπει σε sitcom, μέχρι που έρχεται η μεγάλη ανατροπή, από εκείνες που φτιάχνουν ή χαλάνε μια ταινία.

 

Λίγα πράγματα θα μπορούσε να φτιάξει, από τη στιγμή που η τρίτη πράξη εξαντλείται σε ένα ρεβανσιστικό υγρό όνειρο, ολοκληρώνοντας φωνακλάδικα και άτσαλα μια ιδιαίτερα πολωτική και τονικά ανισόρροπη δημιουργία, στην οποία η μόνη σταθερά από την αρχή ως το τέλος είναι η απουσία λεπτότητας και γούστου.