Ένας άνδρας διασχίζει ασθμαίνοντας την καταπράσινη είσοδο μιας μεγάλης έπαυλης. Κυνηγημένος, ανεβαίνει τα σκαλιά, σαν να έχει μόλις αντικρίσει ένα φάντασμα. Ακούγεται ξαφνικός πυροβολισμός και τον βλέπουμε να κατευθύνεται προς την έξοδο, πιάνοντας το στομάχι του, τραυματισμένος. Τίτλοι αρχής και ξεκίνημα στην ίδια βίλα στο Παλέρμο.

 

Ο Φραντσέσκο Μοντελέπρε είναι ένας ευειδής νέος μαρκήσιος (που είδαμε στο πρώτο πλάνο), σαστισμένος στη δυσάρεστη είδηση της αρπαγής της ακίνητης περιουσίας του από έναν κανονικό μαφιόζο, που, απροειδοποίητα, έχει εισβάλει στον χώρο του με τη συμμορία του, φέρνοντάς προ τετελεσμένου. Ο Φραντσέσκο δεν έχει άλλη λύση από το να αποδράσει. Προορισμός του η Αθήνα των '60s. Κάνει δουλειές του ποδαριού, πιανίστας και κομπάρσος, και πέφτει στον έρωτα μιας πόρνης που εμφανίζεται σε καμπαρέ με στραφταλιστά φορέματα και τραγουδά τον «Καημό» και το «Να 'χα δυο χέρια δυο σπαθιά» ‒ η Τζένη Καρέζη στον τρίτο της ρόλο ως γυναίκα ελευθερίων ηθών σε τρία συναπτά έτη, και μάλιστα στο ίδιο άντρο, την Τρούμπα του Πειραιά!

 

Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν τέσσερις μήνες και συνέπεσαν με τα Ιουλιανά και την κοινωνική ταραχή στους δρόμους της Αθήνας, και τα τραγούδια υπέγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ειρωνεία είναι πως αυτή ήταν και η μοναδική απόπειρα του Πολέ να φλερτάρει με έναν κινηματογράφο είδους, αποσκοπώντας σε εισιτήρια, αλλά η εμπορική απόδοση της ταινίας σε Ελλάδα και Γαλλία απογοήτευσε.

 

Ο ήρωας του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ περιφέρεται σαν νεκρός τουρίστας του πεπρωμένου του, προσκαλώντας το τυχαίο, όπως ακριβώς επιθυμεί ο ελληνολάτρης σκηνοθέτης, θιασώτης των τελευταίων στιγμών, ηρώων που ρέπουν προς το επόμενο λάθος κι ενός κόσμου βωβού, στο περιθώριο του Λόγου. Πολύ πιο συγκεκριμένος σε σχέση με το συγκλονιστικό, ποιητικό δεκάλεπτο ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει έναν χρόνο νωρίτερα, τις Βάσσες, σε αφήγηση του Αλεξάντρ Αστρίκ, στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στην Αρκαδία, ο Πολέ, με τη Σφαίρα στην Καρδιά, επιβεβαιώνει πως ήταν ένας ανένταχτος δημιουργός: ψήγματα της νεωτερικής nouvelle vague και ο κορμός του ακαδημαϊκού γαλλικού σινεμά συγκατοικούν σε ένα ελεύθερο νουάρ, σκληρό και γοητευτικά περιπατητικό, εντελώς διαφορετικό σε ύφος και βλέμμα από οποιαδήποτε μυθοπλασία είχε ή έμελλε να γυριστεί στο ελληνικό τοπίο.

 

Ο Φραντσέσκο, απογοητευμένος και βαρύς, μετατρέπεται σε νομάδα-γκάνγκστερ για να επιβιώσει και να πάρει εκδίκηση για μια περιουσία που δεν μεταφράζεται απλώς σε ένα ωραίο, ακριβό σπίτι, αλλά ορίζει την ψυχή του και σημαίνει το παρελθόν του ‒ μια μοναδική πραγματική περιουσία ενός μοναχικού άνδρα που έχει μάθει να ελέγχει την απόγνωσή του και μοιάζει να αδράχνει τη δυσάρεστη αφορμή για να γνωρίσει τον κόσμο.

 

Ο Σάμι Φρέι, ένας Αλέν Ντελόν «τσέπης», λιγότερο αλήτης και αδίστακτος, πιο μελαγχολικός, αλλά φατάλ με τον τρόπο του, ενσωματώνεται στην αταξική ελληνική φιλοξενία (αλλά και στην αταξία της εποχής, αυτό το χύμα που αιφνιδιάζει ευχάριστα τους ξένους) με σταράτες, λιτές κουβέντες και την απρόθυμη διάθεση για μια αξιοπρεπή τρίτη πράξη σε μια ζωή που καθημερινά χάνει το νόημά της, δίπλα σε δύο γυναίκες, την Κάρλα της Καρέζη (που εδώ έχει την ευκαιρία να ακονίσει τα καλλιεργημένα γαλλικά της και να παίξει μακριά από τα φορσέ ελληνικά μελό), και τη Φρανσουάζ Αρντί, το σύμβολο της γιέ γιέ γενιάς, ένα δροσερό sixties κορίτσι με περιορισμένες υποκριτικές ικανότητες, αλλά ένα πρόσωπο που ταξιδεύει τον θεατή (και τον Φραντσέσκο βέβαια) με την αβίαστη ομορφιά και τις παιδιάστικες εκφράσεις της.

 

Στην ταινία, η Αρντί είναι η ερωτική αφορμή για την καθαρότητα στη ματιά του Φραντσέσκο, το έναυσμα για την απαρχή μιας συντελεσμένης τραγωδίας: ο θάνατος είναι θέμα χρόνου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και ο Πολέ φέρνει κοντά δυο Γάλλους σούπερ-σταρ του γαλλικού θεάματος μετά την πιο ψυχαγωγική σκηνή της ταινίας, όπου ο Φρέι συναντά ένα ζωηρά κοκκινοφορεμένο τάγμα Γερμανών μοναχών (με επικεφαλής τον Δημήτρη Μυράτ) στο τρένο που προσπαθεί να προλάβει με έναν μπράβο, λίγο πριν φτάσουν όλοι, μαζί και η Αρντί, στους Δελφούς για να θαυμάσουν την αιώνια τελειότητα του Ηνίοχου.

 

Ανέκαθεν ο Πολέ επιδείκνυε μεγαλύτερη θέρμη όταν κινηματογραφούσε χώρους με πέτρες, φύση και μνημεία, παλιούς πολιτισμούς και απομεινάρια ενός πολιτισμού που χάθηκε. Οι «κομπάρσοι» των Δελφών φαντάζουν ανθρώπινα ατυχήματα, όπως επισήμαιναν καίρια τα «Cahiers du Cinema». Τα λόγια ακούγονταν φευγαλέα, παράταιρα σχόλια μιας δράσης που βρίσκεται αλλού. Ακόμη και στην πιο ανάλαφρη, θεωρητικά, ταινία του, ο Πολέ δεν παρέλειψε να τονίσει ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης πως οι ήρωές του είναι όμηροι που ψάχνουν τη διαφυγή.

 

Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν τέσσερις μήνες και συνέπεσαν με τα Ιουλιανά και την κοινωνική ταραχή στους δρόμους της Αθήνας, και τα τραγούδια υπέγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ειρωνεία είναι πως αυτή ήταν και η μοναδική απόπειρα του Πολέ να φλερτάρει με έναν κινηματογράφο είδους, αποσκοπώντας σε εισιτήρια, αλλά η εμπορική απόδοση της ταινίας σε Ελλάδα και Γαλλία απογοήτευσε.

 

Ο σκηνοθέτης, που δεν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην ταινία, επέστρεψε στο αταξινόμητο σινεμά που τον ιντρίγκαρε ούτως ή άλλως, ξαναγυρίζοντας συχνά στην Ελλάδα για να κάνει ταινίες και να δει τους φίλους του (ο Κώστας Φέρρης παρέμεινε στενός και αγαπημένος του συνεργάτης), η Τζένη Καρέζη δεν έκανε ποτέ διεθνή καριέρα μετά την αδιάφορη αντιμετώπιση της Σφαίρας κι ένας μικρός στρατός από Έλληνες ηθοποιούς (Ζαννίνο, Μουστάκας, Φωκάς, Διαμαντόπουλος, Χηνάς, Μαρίνος) είχε την ευκαιρία να εμφανιστεί σε μικρούς ρόλους σε μια διεθνή, και μάλιστα γαλλόφωνη, παραγωγή.