Πρώτη ταινία του Γκας Βαν Σαντ, γυρισμένη σε άσπρο και μαύρο (με μερικές σκηνές σε χρώμα) στα μέσα της δεκαετίας του '80, εξ ολοκλήρου στο αγαπημένο του Πόρτλαντ τού Όρεγκον. Η προβληματική και η αισθητική του δίνουν αμέσως το δείγμα τού τι θα κάνει στη συνέχεια της καριέρας του. Ως ζωγράφος, ξοδεύει πολύ χρόνο περιπλανώμενος με το φακό του πάνω στα αθώα εφηβικά πρόσωπα, και μπαίνει χωρίς ενδοιασμούς στη θέση των όμορφων losers. Ως ομοφυλόφιλος, επιλέγει ως πρώτο ήρωά του έναν αθεράπευτο ρομαντικό, βασιζόμενος στην αυτοβιογραφική νουβέλα του Γουόλτ Κέρτις, και τον τοποθετεί αξιωματικά στο κέντρο της ιστορίας (για παράδειγμα, στον Ελέφαντα και στις Τελευταίες Μέρες δεν πρότεινε -ούτε τον ενδιέφερε- δραματική δικαιολογία όταν δύο αγόρια έκαναν έρωτα). Ως σκηνοθέτης στα σπάργανα, εμπιστεύεται τα καλλιτεχνικά του ένστικτα και την τάση του προς μια χαλαρή αφήγηση, για να κάνει μια ταινία δρόμου στους δρόμους της πόλης, σε ζόρικες γειτονιές, με μία πάρα πολύ ωραία ιδέα - να βάλει τον λευκό και τον Μεξικανό στη διαδικασία να επικοινωνήσουν με αισθηματικά νοήματα και υπονοούμενα, μιας και ο δεύτερος δεν μιλάει αγγλικά. Ο χαρακτήρας του Γουόλτ είναι ασυνήθιστος. Ερωτεύεται τον Τζόνι, του προσφέρει 25 δολάρια για να κοιμηθεί μαζί του, αλλά η συμφωνία χαλάει και βρίσκεται στο κρεβάτι με τον κολλητό του Τζόνι, τον Πέπερ. Τελικά ο Τζόνι το σκάει και ο Γουόλτ συμπονάει και παραστέκεται στον γήινο και συγκρατημένο Πέπερ, παρ' όλο που οι δυο τους είναι ασύμβατοι. Ο Γουόλτ είναι ένας αισιόδοξος και φτωχός διανοούμενος που παλεύει με το σκίρτημα της καρδιάς του και το βλέπει σαν φυσική συνέχεια της ύπαρξής του. Ο Βαν Σαντ είτε δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα για την ερμηνεία του Στρίτερ (ο οποίος εξαφανίστηκε από το προσκήνιο), είτε έπεσε σε κακό ηθοποιό και δεν υπολόγισε το βάρος του. Ο Στρίτερ απαγγέλλει τα λόγια του με ψευτομπίτνικο τρόπο και αποδίδει μονοδιάστατα έναν ζουμερό χαρακτήρα, που εδώ περιορίζεται σε αφήγηση και αντίδραση. Ωστόσο είναι άξια θαυμασμού η ματιά του Βαν Σαντ στο θέμα, η ποίηση στους αντιθετικούς φωτισμούς και την ξενοιασιά των προαστίων του Όρεγκον, αλλά και μια πλήρης αίσθηση ελευθερίας στην ανέλιξη της πλοκής. Όλο του το μετέπειτα έργο ακουμπά στην ευαισθησία και τη θεματική της Κακιάς Νύχτας, όλοι του οι χαρακτήρες πηγάζουν από τα σκληρά και αγγελικά αντράκια που ζουν στο μεταίχμιο (την ανομία ή την παρανομία, την εξυπνάδα του πεζοδρομίου και τη συναισθηματική ωριμότητα) και έχουν ανάγκη από προσοχή, αγάπη και αγορίστικο φέρσιμο.