Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν; Όχι ακριβώς. Η περίπτωση της Γκρέις Ντέιβις, μιας εξαιρετικά επιτυχημένης τραγουδίστριας γύρω στα 50, μοιάζει με πολυτελή υποσημείωση στον κανόνα της γενικευμένης προτίμησης νέων ηλικιών στην αγορά εργασίας. Στην ταινία Όνειρα στην Καλιφόρνια της Νίσα Γκανάτρα η Ντέιβις τα έχει όλα, εκτός από πρόσφατο hit.

 

Πλούσια και διάσημη, ένα icon στο ευρύτερο πεδίο της R&B, φτιαγμένο σαν κολάζ πολλών συναδέλφων της, από μια παραλλαγή της Γουίτνεϊ Χιούστον μέχρι τις πιο σοουλίζουσες Μέρι Τζ. Μπλάιτζ και Άντζι Στόουν, καλείται να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά μιας επικερδέστατης πρότασης μόνιμης συνεργασίας (residency) σε ξενοδοχείο στο Λας Βέγκας, με χρονικό ορίζοντα ακόμη και 10 χρόνια, αλλά από δισκογραφική δουλειά, το μόνο που θέλει η εταιρεία, αλλά και ο ατζέντης που την γνωρίζει από το ξεκίνημά της (Ice Cube), είναι live, greatest hits ή, ακόμα χειρότερα, ένα live με τα greatest hits της! «Γνωρίζεις πως μόνο 5 γυναίκες άνω των 40 είχαν Νο 1 τραγούδι στους καταλόγους επιτυχιών, και από τις 5 μόνο μία ήταν μαύρη;» πληροφορεί την εγκυκλοπαιδικά καταρτισμένη βοηθό της Μάγκι η Ντέιβις, βαθιά ανήσυχη ανάμεσα στο ξεκαθάρισμα της γκαρνταρόμπας της και τις συνεχείς της προσπάθειες να δείχνει φρέσκια και κουλ.

 

Η νεαρή, πιστή personal assistant θαυμάζει την καλλιτέχνιδα και προσπαθεί έμπρακτα να την βοηθήσει να εκσυγχρονίσει τον ήχο της, χωρίς να χρειαστεί να θυσιάσει το ύφος της στον βωμό ενός απρόσωπου χορευτικού λίφτινγκ, όπως της προτείνει ο φωστήρας των overdubs, που τον υποδύεται με εύστοχο αυτοσαρκασμό ο πολύς Diplo. Η Μάγκι (Ντακότα Τζόνσον) έχει όνειρα παραγωγού, χωρίς να παραγοντίζει αγοραία, όπως συμβαίνει κατά κόρον σε αυτή την πόλη. Παραμένει ευγενική και διατηρεί τον ήπια κριτικά, πάντα υποστηρικτικό χαρακτήρα της. Παράλληλα, γνωρίζει έναν νέο τραγουδιστή και συνθέτη, τον Ντέιβιντ Κλιφ, άνετο με τη μουσική του, εμφανώς ευκατάστατο, έναν άνδρα με αυτοπεποίθηση, αλλά χωρίς περιττή βιασύνη να αναδειχθεί σε πρώτο όνομα με κάθε κόστος.

 

 

Η κόρη της Νταϊάνα Ρος, η Τρέισι Έλις Ρος, είναι αυτή που υποδύεται την Γκρέις και δεν χρειάζεται να ψάξει πέρα από το σπίτι της για να ανασυνθέσει μια ντίβα με πολυκύμαντη καριέρα και εγωκεντρισμό μεγατόνων. Η διαφορά είναι πως η Έλις Ρος δεν είναι ακριβώς η Νταϊάνα, ούτε σε εμφάνιση ούτε σε στάμπα φωνής.

 

Πάνω του εφαρμόζει το γούστο και τις γνώσεις της, βελτιώνοντας μερικά καλλιτεχνικά τικ που τον συγκρατούν από το μεγάλο άλμα. Η Μάγκι έχει την όχι και τόσο φαεινή ιδέα να ταιριάξει την ανυπόμονη για μια γόνιμη επιστροφή Γκρέις με τον ταλαντούχο, ζεστό και ερωτευμένο Ντέιβιντ, αδυνατώντας να τους αποκαλύψει τι ακριβώς δοκιμάζει. Η σύμπτωση είναι κρίσιμη και προκύπτει σε ένα χρονικό σημείο αδιεξόδου και απόρριψης, όταν η Γκρέις ψάχνει εναγωνίως έναν καλλιτέχνη, ως είθισται, γνωστό και νεότερο, που θα τη σαπορτάρει στο νέο της λανσάρισμα και ο Ντέιβιντ βρίσκεται στην τελική ευθεία της ηχογράφησης, με την ενθουσιώδη, αν και άπειρη Μάγκι στο τιμόνι της παραγωγού.

 

Το High Note παίζει σε δύο ταμπλό. Από τη μια η Γκρέις κατάγεται από την εποχή της ανθηρής βιομηχανίας της μουσικής του Λος Άντζελες: πολλά χρήματα, γρήγορη επιτυχία, σε ένα σύστημα στούντιο που παραπέμπει στις ανθηρές εποχές του σινεμά, όταν οι κολοσσοί έλεγχαν απόλυτα τους καλλιτέχνες ‒τους «μικρούς θεούς», όπως τους αποκαλεί ο μπαρουτοκαπνισμένος Έντι Ιζάρντ στην ταινία‒, τους κανάκευαν και τους θάμπωναν με χρυσόσκονη εκατομμυρίων, όποτε επέτειναν αυθάδικα τις ανασφάλειές τους.

 

Η κόρη της Νταϊάνα Ρος, η Τρέισι Έλις Ρος, είναι αυτή που υποδύεται την Γκρέις και δεν χρειάζεται να ψάξει πέρα από το σπίτι της για να ανασυνθέσει μια ντίβα με πολυκύμαντη καριέρα και εγωκεντρισμό μεγατόνων. Η διαφορά είναι πως η Έλις Ρος δεν είναι ακριβώς η Νταϊάνα, ούτε σε εμφάνιση ούτε σε στάμπα φωνής. Δεν ευτύχησε να παίξει την Μπίλι Χόλιντεϊ, όπως η μητέρα της στο Lady sings the blues (δεν είχε έναν Μπέρι Γκόρντι να υφάνει τη διαδρομή της με προνόμια), ωστόσο είναι σταθερότερη και πιο αξιόπιστη ηθοποιός και από διαίσθηση πιάνει τους τόνους, όπως λένε κι οι τραγουδιστές, δηλαδή κατανοεί τη λεπτή απόχρωση που χωρίζει το ισχύον είδωλο από τη φθαρμένη δόξα, χωρίς να παραπέμπει ακριβώς σε περιθωριακή συνταξιούχο του επαγγέλματος. Η άλλη πλευρά της ταινίας της Γκανάτρα, γραμμένη επίσης από γυναίκα, τη Φλόρα Γκρίσον, είναι η αιώνια φιλοδοξία ενός νέου ανθρώπου να διεισδύσει σε έναν λαμπερό χώρο με υπερθετική προβολή και απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.

 

Τα Όνειρα στην Καλιφόρνια κινούνται σε μια old school νοοτροπία, αγνοώντας επιδεικτικά τις νέες, απολύτως διαδικτυακές μεθόδους εκκίνησης μιας καριέρας, γιατί το μοτέρ της ταινίας, η Μάγκι, είναι παλιό κύτταρο ‒αγαπησιάρικο παιδί του ραδιοφωνικού παραγωγού πατέρα της, λάτρης της κλασικής ροκ, της αυθεντικής σόουλ και της μυθικής παραφιλολογίας της αμερικανικής δισκογραφίας‒, μια κοπέλα που μοιάζει να βγήκε από την καρδιά των '70s και έχει τα προσόντα να καταλάβει τι σημαίνει για μια καταξιωμένη σταρ να εμπιστευτεί τη φωνή και τις δυνάμεις της ξανά, διατηρώντας την ψυχή της πίσω από τους καθρέφτες, τον καπνό και τις στεγνές συναλλαγές. Μια γλυκιά ταινία όπως αυτή εκτυλίσσεται με ενδιαφέροντες συνδυασμούς στα παράλληλα στόρι, αλλά αργεί να εκδηλωθεί και καταλήγει με μια λύτρωση αναληθοφανή, ακόμα και με τις προδιαγραφές των καλιφορνέζικων ονείρων.