Χωρίς διάθεση να αλλάξει τα φώτα στο βιβλίο της Όστεν, αλλά με προσπάθεια να υπογραμμίσει τη γοητεία και τη σπιρτάδα του χιούμορ του, η νέα εκδοχή της Ότομ ντε Γουάιλντ (στην πρώτη της μεγάλου μήκους απόπειρα μετά την επιτυχημένη της πορεία στον χώρο του βιντεοκλίπ) θυμίζει αρκετά ταινία που θα έκανε ο Γουίτ Στίλμαν, σκηνοθετημένη με περισσότερο μπρίο.

 

Πέρα από την παρατήρηση των ταξικών αντιθέσεων, τα άλλοτε σπαρταριστά και άλλοτε μελαγχολικά επεισόδια συναισθηματικών μικροπαρεξηγήσεων είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να αποκαλύπτουν μια συνολική και διαταξική ασθένεια καταπιεσμένης λίμπιντο που διακατέχει όλους τους ήρωες, ακόμα και την πρωταγωνίστρια, που παίρνει κάτι από τη φρεσκάδα της ανερχόμενης Άνια Τέιλορ Τζόι και μοιάζει με το κουλ κορίτσι του σχολείου σε teen κωμωδία.

 

Με βάση αυτό, μόνο παλιακό δεν είναι το θέαμα, αφού πίσω από τα βαριά κοστούμια τονίζεται η ανάγκη της συναισθηματικής έκφρασης, ενώ η πηγαία και απενοχοποιημένη γελοιότητα των συμπληρωματικών χαρακτήρων (ειδικά του Μπιλ Νάι) πετά έξω οποιαδήποτε υποψία διδακτισμού.