Με περίπου 10 προσαρμογές σε σινεμά και τηλεόραση ως το 2000, το θρυλικό βιβλίο του Τζακ Λόντον με δράση που τοποθετήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και τα χρόνια της εκτεταμένης χρυσοθηρίας, έμεινε στην άκρη στον 21ο αιώνα θεωρούμενο πλέον ως ένα δείγμα παλιάς κοπής περιπέτειας που δεν θα προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον στην ψηφιακή εποχή. Εκτός αν οι 2 κόσμοι έβρισκαν μια λύση κάπου στη μέση, όπως τελικά συνέβη με τη νέα τεχνολογία να βρίσκει τον «παλιό» Χάρισον Φορντ αλλά και μια αφήγηση φυσιολατρική και μεταφυσική παράλληλα, στην οποία ο σκύλος-ήρωας της ιστορίας επικοινωνεί ως άνθρωπος με τους εκάστοτε ιδιοκτήτες του. 

Η γκρίνια που συνόδευσε την ταινία για τη χρήση ψηφιακού σκύλου ήταν δεδομένη και εν μέρει σωστή καθώς τα γκρο πλαν σε αυτόν σε κομβικές στιγμές προδίδουν το αναληθοφανές, όσα άλματα και αν έχει κάνει η συγκεκριμένη τεχνολογία, ενώ στις σκηνές του δάσους όπου πρωταγωνιστούν μόνο ζώα μετά βίας μιλάμε για live-action θέαμα - όσα βλέπουμε θυμίζουν περισσότερο τον πρόσφατο «Βασιλιά των Λιονταριών».

 

Ορμώμενη όμως από τη δεδομένη μεγαλοψυχία του βιβλίου που διατηρείται στη σεναριακή προσαρμογή, την αδιαμφισβήτητη ζωντάνια του Γάλλου κωμικού Ομάρ Σι και την αξιοθαύμαστη σωματική πειθαρχία του Χάρισον Φορντ στον σημαντικότερο ανθρώπινο ρόλο της ιστορίας, η αφηγηση του Κρις Σάντερς («Πως να Εκπαιδεύσετε το Δράκο σας») είναι ισορροπημένη, με βασικό σκοπό την αποφυγή του ψηφιακού σαματά. Ο συμβιβασμός είναι τίμιος και η ταινία κερδίζει το παράσημο του απόγονου κλασικών εικονογραφημένων, σαν ένα future retro θέαμα κοντά σε όσα βλέπουν τα περισσότερα παιδιά σήμερα και παράλληλα μη αποξενωμένο από τις αξίες αυτών που έβλεπαν προ εκατονταετίας.