Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι ένας γνωστός-άγνωστος θρύλος της ελληνικής μουσικής, η μεγαλύτερη στιχουργός της χώρας, μια ποιήτρια που αντιπαρέθετε την ευαισθησία και την έμπνευση στην ωμότητα της εποχής της για να υπερβεί το στενό πλαίσιο του σουξέ που σιγοψιθυρίζεται και να το ανυψώσει σε επίπεδο διαχρονικής επωδού, εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη ενός λαού, καθώς προέρχεται κατευθείαν από την ψυχή του.

 

Η δυστυχία της Παπαγιαννοπούλου, από τον άτακτο ξεριζωμό της μαζί με χιλιάδες Έλληνες κατά τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τη μεταπολεμική ανέχεια και τις προσωπικές τραγωδίες, θα μπορούσε να αποσπάσει τη βιογραφική ταινία του Άγγελου Φραντζή και να τη μετατρέψει σε ένα μεγαλόστομο έπος άλλων κυβικών και ενδεχομένως διαφορετικής κατεύθυνσης.

 

Η μεγαλύτερη στιχουργός της χώρας, μια ποιήτρια που αντιπαρέθετε την ευαισθησία και την έμπνευση στην ωμότητα της εποχής της για να υπερβεί το στενό πλαίσιο του σουξέ που σιγοψιθυρίζεται και να το ανυψώσει σε επίπεδο διαχρονικής επωδού, εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη ενός λαού, καθώς προέρχεται κατευθείαν από την ψυχή του.

 

Ευτυχώς, η Ευτυχία είναι μια μικροαστική ηθογραφία που παρακολουθεί με προσήλωση μια ξεχωριστή προσωπικότητα και παραμένει προσεκτική και πιστή στις στιγμές που γεννούν το έργο της. Η ταινία στήνεται γύρω από μια επινοημένη τιμητική βραδιά, όπου μεγάλοι συνθέτες, από τον Χιώτη και τον Τσιτσάνη ως τον Καλδάρα και τον Μάνο Χατζιδάκι, υποκλίνονται στα λόγια που τους χάρισαν μερικά από τα αριστουργήματά τους, και ξεδιπλώνει τη ζωή της μέσα από δύο μεγάλες περιόδους.

 

Η Κάτια Γκουλιώνη υποδύεται τη νεαρότερη Παπαγιαννοπούλου, στη μικρή της επανάσταση απέναντι στον πρώτο της σύζυγο, στο ξεκίνημά της στο θέατρο και στις πρώτες της απόπειρες στη στιχουργική. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη την ενσαρκώνει στην ώριμη ηλικία, όταν ήταν πλέον παντρεμένη με τον άντρα που αγάπησε (έξοχα τρυφερός ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) και αντιμέτωπη με τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής της, τον θάνατο της μεγάλης κόρης που αγαπούσε ιδιαίτερα και τον εθισμό της στον τζόγο.

 

Τα τραγούδια που όλοι γνωρίζουμε προκύπτουν από την καθημερινότητα και τις μνήμες της με μια τόσο καλοζυγισμένη απουσία έμφασης στη σπουδαιότητά τους που καταφέρνουν να αθροίσουν συγκίνηση και να αποδώσουν πολύ πειστικά το πνεύμα της δημιουργού, αντί να κατασκευάσουν τη φανταστική αγιογραφία μιας εξιδανικευμένης καλλιτέχνιδος.

 

Επιπρόσθετα, η Ευτυχία του Φραντζή είναι μια ατελής ηρωίδα, απρόθυμη να αναγνωριστεί ως τέτοια, όπως όλοι οι αυθεντικοί ήρωες, βγαλμένη από ένα εναλλακτικό Τρίτο Στεφάνι, μια μπάλα από αντιφάσεις, γυναίκα με πάθη κι εκρήξεις, σύγχρονη και αδάμαστη, τραχιά και τρυφερή, απερίστροφα λαϊκή αλλά και μοντέρνα στις κρίσιμες αποφάσεις της. Υποκριτικά μεταφράζεται με συγχρονισμό από τις δύο ηθοποιούς: η Κάτια Γκουλιώνη συλλαμβάνει την ορμή της και συχνά συνθέτει ένα πικρό και βαρύ βλέμμα που κοντράρει την αυθάδεια της ηρωίδας, αν και μερικές φορές φαίνεται η τεχνική της.

 

Η Καραμπέτη κατακτά πανηγυρικά μια διαφορετική ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη της Ευτυχίας να στερεωθεί στη σταθερότητα που με κόπο έχει κατακτήσει και στις δυνάμεις που βίαια την τραβούν στα τρίσβαθα. Ο χιουμοριστικός τόνος, αναμφίβολα απαραίτητος σε ένα τόσο δυσοίωνο χρονικό, ηχεί υπερβολικός και επαναλαμβανόμενος, αν και δεν επηρεάζει ένα συναρπαστικό πορτρέτο που παράλληλα λειτουργεί και ως χρονικό της μονομαχίας ενός ανθρώπου με τη μοίρα, το ανδρικό κατεστημένο και τον εαυτό του.