Πολύ πριν εγκατασταθεί για τα καλά στο σύμπαν της περιπέτειας με τη δυναμική του σκηνοθεσία στο επεισόδιο The Last Jedi από τον Πόλεμο των Άστρων, ο Ράιαν Τζόνσον επιθυμούσε διακαώς να αποτίσει φόρο τιμής στο είδος του μυστηρίου και στα δίχτυα της δυσεπίλυτης ίντριγκας της Άγκαθα Κρίστι. Το Στα Μαχαίρια είναι ολοδικό του σενάριο, πρωτότυπο, κλασικό και μοντέρνο μαζί, απολύτως σεβάσμιο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων/υπόπτων που λάνσαρε και τελειοποίησε η δαιμόνια Βρετανίδα, αλλά ταυτόχρονα εφοδιασμένο με ένα πρόσωπο του 21ου αιώνα που δεν θα μπορούσε να χωρέσει στο ερμητικά κλειστό σύστημα του παλιού mystery novel, όπως το γνωρίσαμε και το ακολουθήσαμε σε τόσες συνέχειες και παραλλαγές.

 

Ο δράστης και αυτουργός είναι ο 85χρονος συγγραφέας ακριβώς τέτοιων μυθιστορημάτων, ο Χάρλαν Θρόμπι (Κρίστοφερ Πλάμερ), ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, αυτοκτονεί τη βραδιά των γενεθλίων του, αφήνοντας σε κατάσταση σύγχυσης την οικογένεια που εν πολλοίς εξαρτάται εδώ και χρόνια από τα δικαιώματα των εξαιρετικά ευπώλητων βιβλίων του. Έχει δύο παιδιά και μία νύφη παρακαταθήκη από τον γιο που δεν ζει πια: η Τζέιμι Λι Κέρτις έχει μια αριστερόστροφη κόρη, ο Μάικλ Σάνον, ο οποίος επιβλέπει τα δικαιώματα, αντιθέτως, έναν συντηρητικό, αντικοινωνικό γιο που όλοι βρίζουν ως φασίστα.

 Η γραφή του Τζόνσον σφύζει από επινοητικότητα και τεχνική, σαν μια σπαζοκεφαλιά που φανερώνει γνώση και αγάπη για το αντικείμενο. Η οικογένεια Θρόμπι είναι μια συναρπαστική παραβολή της υποκριτικής Αμερικής, και των δυο αποκλίσεων συμπεριλαμβανομένων.

 

Ο μεγάλος εγγονός, ο Κρις Έβανς, είναι το απολωλός πρόβατο της παρέας, γιος της Κέρτις και του Ντον Τζόνσον, όμορφος και ορμητικός, τεμπέλης και προκλητικός, ο αγαπημένος του διάσημου παππού, έχοντας κληρονομήσει τα περισσότερα στοιχεία από τον χαρισματικό χαρακτήρα του. Η νύφη, η Τόνι Κολέτ, το παίζει γκουρού του lifestyle και κρύβει τη νευρικότητά της πίσω από μια ζεν βιτρίνα. Μετά τη βίαιη απώλεια, δυο αστυνομικοί ερευνούν τις συνθήκες και ανέχονται απρόθυμα, αν και ανακουφισμένοι, ένα μεταμοντέρνο λαγωνικό: χωρίς να μιλάει πολύ ή να αποκαλύπτει τις σκέψεις του, ο Μπενουά Μπλαν είναι μια ιδιόμορφη διασημότητα στον χώρο των ιδιωτικών ντετέκτιβ, με άρθρα αφιερωμένα στη δεινότητά του και ένα ρετρό/απροσδιόριστο στυλ που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ένας άγνωστος τον πλήρωσε να διαλευκάνει το μυστήριο κι εκείνος έσπευσε να βοηθήσει, ικανοποιώντας την έμφυτη περιέργειά του, σε μια υπόθεση που μυρίζει φάουλ από μακριά. Η στιγμή της ανάγνωσης της διαθήκης είναι σοκ για την οικογένεια, καθώς στο παιχνίδι μπαίνει δυνατά και απροσδόκητα η Μαρία Καμπρέρα (Άνα ντε Άρμας), η νοσοκόμα του Χάρλαν Θρόμπι, μια κοπέλα που μοιάζει καλοπροαίρετη, αλλά έχει βρεθεί σε στιγμές εξόχως ενοχοποιητικές και αντικειμενικά παρεξηγήσιμες.

 

Η γραφή του Τζόνσον σφύζει από επινοητικότητα και τεχνική, σαν μια σπαζοκεφαλιά που φανερώνει γνώση και αγάπη για το αντικείμενο. Η οικογένεια Θρόμπι είναι μια συναρπαστική παραβολή της υποκριτικής Αμερικής, και των δυο αποκλίσεων συμπεριλαμβανομένων. Η άνεσή τους, επίπλαστη και έωλη, βασίζεται στα χρήματα του πάτερ φαμίλια και η παραμικρή αποκόλληση από τον πλακούντα του οικονομικού κομφόρ βγάζει στην επιφάνεια μια δομική ταραχή αξιών, γνώριμη σε όλες τις κουλτούρες, και όχι αποκλειστικά στην αμερικανική.

 

Ο καταλύτης είναι η Μαρία Καμπρέρα, της οποίας την εθνικότητα συστηματικά μπερδεύουν όλοι ‒ είναι από την Ουρουγουάη ή την Παραγουάη; Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ενδιαφερθεί πραγματικά για το ποιόν και την καταγωγή μιας κοπέλας που από το πρωί ως το βράδυ βρισκόταν στο ομφάλιο πατρικό τους και είχε carte blanche από το ιδιοφυές αφεντικό όλων τους. Όταν βγαίνουν τα μαχαίρια, πέφτουν οι μάσκες και αναλαμβάνει δράση ο σύγχρονος Πουαρό.

 

Κόντρα στην περιορισμένη διάσταση του Μποντ, ο Ντάνιελ Κρεγκ διασκεδάζει (ο ίδιος, αλλά και τους θεατές) με μια μείξη βρετανικής πόζας, με το πούρο και το Saville Row ταγιάρισμα ενός χαρακτήρα που μιλάει σαν το μεταπολεμικό καρτούν Foghorn Leghorn, τον κόκορα με το νότιο τράβηγμα στην προφορά, που, καθόλου συμπτωματικά, ζωντάνεψε τότε και για πολλά χρόνια αργότερα ο συνεπώνυμος του Μπενουά, ο Μελ Μπλαν, με τη φωνή του. Υπονομεύοντας ακόμα πιο βαθιά το παρουσιαστικό του, ο Μπενουά Μπλαν ακούει Pet Shop Boys με Λάιζα Μινέλι στα ακουστικά του, σιγοτραγουδώντας μάλιστα τους αγαπημένους του στίχους από το «Losing my mind» του '89 στο περιθώριο μιας κωμικής καταδίωξης!

 

Απέναντι στην οικογένεια που απειλείται με αφανισμό στέκει ο Μπλαν με τις ανορθόδοξες μεθόδους του και η Καμπρέρα της Άνα ντε Άρμας, μια μετανάστρια που ζει με τον φόβο της εκδίωξης από ένα γκρουπ ανθρώπων που στην πλειονότητά τους τη στηρίζουν και την κατανοούν, αν και καμία από τις φιλελεύθερες αμπελοφιλοσοφίες μεταξύ τυρού και αχλαδίου δεν ισχύει στα δύσκολα. Ο δυνητικός ρεβιζιονισμός της ταινίας δεν είναι ανατρεπτικός αλλά οργανικά συνυφασμένος με την πυκνή πλοκή και την αίσθηση του σασπένς.

 

Ο Ράιαν Τζόνσον, που ομολογεί τις επιρροές του, από το παραγνωρισμένο The last of Sheila του Άντονι Πέρκινς μέχρι τα άπαντα της Κρίστι, αλλά ελίσσεται με χάρη αποφεύγοντας έντεχνα το καπέλωμα, δεν επιβάλλει στυλ σε ένα είδος ταινίας που δεν το έχει και τόσο ανάγκη. Πιστεύει στο στόρι του, το οδηγεί με σβελτάδα και αφοσίωση, διανθίζοντάς το με λεπτομέρειες που έχουν τη θέση τους, χτίζει με υπομονή μια κατασκευή που ξεκινά από τα παραδοσιακά φαινόμενα για να προχωρήσει στην πολλαπλή ρήξη, προσθέτει το επίκαιρο πολιτικό του point και διευθύνει περίφημα το καταπληκτικό, επιμελώς επιλεγμένο καστ του, από την υπηρέτρια που αναβαθμίζεται σε σημαντικό «στοιχείο» στην υπόθεση μέχρι τον ηγεμονικό και τρυφερό Πλάμερ στα φλασμπάκ που φωτίζουν τις προθέσεις του και ξεκολλούν την υπόθεση από το τραγικό συμβάν.