Γεννημένος την εποχή που μια πυρηνική διένεξη φάνταζε πιο κοντινή από ποτέ, ο «Εξολοθρευτής» (1984) του Τζέιμς Κάμερον με το εσχατολογικό υπόβαθρο έγραψε κινηματογραφική ιστορία και γέννησε ένα αμιγώς κινηματογραφικό franchise. Με τις διεθνείς σχέσεις σε διαρκή ένταση, θα έλεγε κανείς πως η επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη ίσως να μην είναι συμπτωματική.

 

Κάτι ανάμεσα σε σίκουελ και reboot, όπως το «Star Wars: The force awakens» και το περσινό «Halloween», το «Terminator: Dark Fate» διαγράφει τα φιλμ που ακολούθησαν το δεύτερο μέρος, προειδοποιεί εκ νέου την ανθρωπότητα για την επικείμενη (αυτο)εξολόθρευσή της και υπερτονίζει κάπως χοντροκομμένα το female empowerment στοιχείο ενός franchise που το διέθετε έτσι κι αλλιώς – ακόμα και στον πρώτο «Εξολοθρευτή» η γυναίκα κατατροπώνει την απειλή. Αντί του θριλερικού μοντέλου του πρώτου μέρους, προτιμάται η action εξτραβαγκάντζα του «Terminator 2: Judgement Day».

 

Με εξαίρεση την κακόφωνη σεκάνς που ξεκινά με την πτώση του αεροπλάνου, οι σκηνές δράσης του φιλμ είναι γυρισμένες με επαγγελματισμό, απουσιάζει όμως παντελώς το στοιχείο της έκπληξης που έκανε τις δημιουργίες του Κάμερον τόσο ελκυστικές και δεκτικές σε επαναληπτικές προβολές. Ακόμα και οι καλύτερες στιγμές του είναι αναμάσημα αντίστοιχων από τα φιλμ του Κάμερον. Πρακτικά την κατάσταση σώζουν το ειδικό βάρος της Λίντα Χάμιλτον, για τους φαν του franchise, κι εκείνο του Σβαρτσενέγκερ, για τους φαν του σινεμά δράσης γενικότερα. Αν αρκούν οι δυο τους για να σωθεί και το franchise, θα φανεί στις τελικές εισπράξεις.