Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο έπρεπε να σεβαστεί τους οπαδούς της δημοφιλούς σειράς των διηγημάτων φρίκης του Άλβιν Σουόρτς αλλά και να μείνει πιστός στη δική του κοσμοθεωρία, όπως την έχει μοιραστεί με το κοινό στη φιλμογραφία του.

 

Από το πόστο του παραγωγού και του συνσεναριογράφου, ανέθεσε την εκτέλεση στον Νορβηγό σκηνοθέτη Αντρέ Ορβεντάλ και επέλεξε μισή ντουζίνα από τις ιστορίες του Σουόρτς, στέλνοντας τους ανήλικους ήρωες της ταινίας σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: στο 1968 των προεδρικών εκλογών που θα έκριναν τελικά νικητή τον Ρίτσαρντ Tricky Dick Νίξον, αμέσως μετά τη δολοφονία του Κένεντι και κατά τη διάρκεια της αμφισβήτησης της χρησιμότητας του πολέμου του Βιετνάμ, και στις αρχές του αιώνα, σε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη πόνου και φρίκης κάπου στην Πενσιλβάνια, όπου μια οικογένεια κρατούσε φυλακισμένη τη Σάρα Μπέλοους, μια κοπέλα που υπέφερε φρικτά γιατί ήταν διαφορετική (διόλου εμφανίσιμη για τη νόρμα της εποχής, πάλλευκη σα φάντασμα) και φημολογούνταν πως ψιθύριζε αλλόκοτες ιστορίες στα παιδιά που κρυφάκουγαν στους τοίχους του σπιτιού χρόνια μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή της.

 

Το ημερολόγιο που έγραφε με κατακόκκινα γράμματα λειτουργούσε ως κανονική γκιλοτίνα για τα πρόσωπα που περιέγραφε γλαφυρά. «Δεν διαβάζεις το βιβλίο, σε διαβάζει αυτό» συμπέραναν οι αρχικά αδιάφοροι και στη συνέχεια έντρομοι φίλοι όταν πλέον αραίωναν, πέφτοντας θύματα του χειρότερου εφιάλτη τους.

 

Εκτός από τον ανομολόγητο φόβο και τη διαφορετικότητα, οι Τρομακτικές ιστορίες στο σκοτάδι είναι μια ταινία για το storytelling, την επώδυνη αλλά και λυτρωτική σημασία του όπως επαναλαμβάνεται σαν μότο στο γοτθικού ρυθμού νεκροζώντανο σκηνικό που έστησε ο Μεξικανός διά των αντιπροσώπων του.