Ο μύθος με την πραγματικότητα, η φαντασία με τον αληθινό κόσμο, το σινεμά με τη μίμηση, παλεύουν χωρίς χρονολογική και ενίοτε λογική σειρά στο νεολογικό, εντελώς meta με πρωθύστερους όρους γουέστερν που ο Ντένις Χόπερ τόλμησε να γυρίσει το 1970 με το 1 εκατομμύριο που του έκανε δώρο η Universal μετά την επιτυχία του Ξένοιαστου Καβαλάρη, και κρυβόταν από προσώπου Χόλιγουντ για τουλάχιστον μία δεκαετία μετά την εισπρακτική και κριτική καταστροφή που ακολούθησε αμέσως μετά την προβολή, παρά το Βραβείο Κριτικής στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1971.

 

Βασικά, ο Χόπερ, που στα '80s ενέσκυψε σε ρόλους εκκεντρικών καθαρμάτων, έζησε την εφήμερη ψευδαίσθηση της καλλιτεχνικής ελευθερίας του επί έναν χρόνο στο Περού πάνω στην τραβηγμένη για την εποχή ιδέα μιας χειροποίητης ταινίας στο περιθώριο ενός «κανονικότερου» φιλμικού πρότζεκτ που καταρρέει άδοξα. Η συνέχεια, και με τον ανορθόδοξο τρόπο που ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι ενθάρρυνε τον Χόπερ να τη μοντάρει στο σπίτι του στη Σάντα Φε, δικαιώνει το όραμα του Χόπερ για κάτι διαφορετικό από το mainstream, όχι όμως και για ένα συνεκτικό δράμα για τα πολλαπλά θέματα που πραγματεύεται.