Σε πάσης φύσεως περιόδους προσωπικής δοκιμασίας και κρίσης υπάρχουν πάντα δικλείδες ασφαλείας, έτοιμες να σε καθησυχάσουν και να αναστείλουν το διαφαινόμενο τέλος του κόσμου. Ακόμα αναπνέεις, ο ήλιος ανατέλλει το πρωί, τα ενημερωτικά σάιτ συνεχίζουν να ενημερώνουν και να ενημερώνονται, τα ράφια των σουπερμάρκετ έχουν ακόμα κόκα-κόλα –ή όποια άλλη βλαπτική ουσία ορέγεσαι- και ο Γούντι Άλεν συνεχίζει να βγάζει μια ταινία τον χρόνο. Αν ψάχνεις σημάδια ότι κάτι πηγαίνει στραβά στον κόσμο μας, θα βρεις ένα σ' αυτή την ανωμαλία που έλαβε χώρα πέρυσι, στερώντας μας το καθιερωμένο κινηματογραφικό ραντεβού με τον Γούντι. Τόνοι μελάνι έχουν χυθεί γι' αυτή την υπόθεση, ο σοσιαλμιντιακός φαρισαϊσμός κέρδισε την πρώτη μάχη, η Τέχνη και τα παράγωγα της, όμως, έχουν επιβιώσει υπό ακόμα δυσμενέστερες συνθήκες. Έτσι ο Γούντι γυρίζει ήδη στην Ισπανία το επόμενο του project, ενώ σιγά σιγά ξεκινά να προβάλλεται σε μερικές χώρες, ανάμεσα τους και στη δική μας, η έτοιμη από πέρυσι προηγούμενη ταινία του. Και, μα την πίστη μου, τί ταινία!


Ξεκινά με ένα ζευγάρι φοιτητών, τον Γκάτσμπι και την Άσλεϊ που επισκέπτονται τη Νέα Υόρκη για το σαββατοκύριακο, με αφορμή συνέντευξη που έκλεισε η Άσλεϊ με διάσημο σκηνοθέτη για λογαριασμό της σχολικής εφημερίδας. Καταφθάνουν, κανονίζουν να βρεθούν μετά το πέρας της συνέντευξης ώστε ο Γκάτσμπι να την ξεναγήσει στην πόλη του και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Όλα βαίνουν φυσιολογικά ως εκεί, μέχρι που ο Γκάτσμπι βρίσκεται από σύμπτωση σε σοκάκι όπου γυρίζει ταινία πρώην συμμαθητής του –διόλου τυχαία, φέρνει φυσιογνωμικά στον Άλεν-, δέχεται να περάσει μπροστά από τον φακό για τις ανάγκες της σκηνής κι έπειτα...έρχεται η βροχή. Μια βροχή με μαγικές ιδιότητες, που λειτουργεί στο φιλμ όπως η έξοδος του πρωταγωνιστή από την οθόνη στο «Πορφυρό Ρόδο του Καϊρου» ή το αυτοκίνητο που μεταφέρει τον Όουεν Γουίλσον στο Παρίσι του '30 στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Μια βροχή που κάνει την «πραγματική» ζωή σινεμά και, από την στιγμή που ραίνει τους δύο ήρωες, τους εμπλέκει σε μια σειρά από κινηματογραφικές περιπέτειες.


Αυτή η κινηματογραφική βροχή στέκεται αφορμή ώστε ο Γούντι να επισκεφθεί νοσταλγικά την πιο γόνιμη δημιουργικά περίοδό του. Θα στήσει, έτσι, ωραιότατη ταινία πόλης για την πόλη που, αν ορίσαμε ως πιο κινηματογραφική, εν πολλοίς σε αυτόν οφείλεται, με την πολύτιμη συνδρομή του Βιτόριο Στοράρο, που κινεί τον φακό με τρόπο που δεν έχεις δει ξανά στο σινεμά του Γούντι. Θα ντύσει τις εικόνες του με εκλεκτούς τίτλους από το μεγάλο αμερικάνικο songbook, βάζοντας και τον Τιμοτέ Σαλαμέ - παίρνει την γνώριμη γουντιαλενική περσόνα και την κάνει δική του με νεανική αυθάδεια- να ερμηνεύσει στο πιάνο το Everything Happens to Me με ασθενική αισθαντικότητα αλά Τσετ Μπέικερ. Θα σκαρώσει ευφάνταστα κωμικά σκετσάκια και θα στοχαστεί μέσα από ευφυολογήματα και καίριες τοποθετήσεις για όσα απαρτίζουν την ανθρώπινη κατάσταση. Βλέπεις πχ. τον Σαλαμέ να περπατά νευρικός στην 49η λεωφόρο διερωτώμενος τί βρίσκουν τα κορίτσια στους ώριμους άντρες και νιώθεις σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ο ίδιος ο σκηνοθέτης τριγυρνούσε σαν την άδικη κατάρα στα νεοϋορκέζικα σοκάκια αναζητώντας να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του κι εντόπισε, τελικά, το νόημα μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα που έπαιζε αδερφούς Μαρξ.


Κι εδώ το νόημα της ζωής ο Γούντι το εντοπίζει στο σινεμά. Η βασική λειτουργία του φιλμ είναι εκείνη μιας αναίσχυντα αγαπησιάρικης ωδής στο ίδιο το σινεμά. Όπου μπορεί το κορίτσι της ζωής σου να ξεπροβάλλει κάτω από μια γέφυρα του Σέντραλ Παρκ την κατάλληλη στιγμή. Όπου μπορεί να βρεθείς με τα εσώρουχα στο διαμέρισμα ενός διάσημου σταρ. Όπου ο γονιός μπορεί να παρακάμψει συνήθεις γονεϊκές αγκυλώσεις και να απευθυνθεί από καρδιάς κι επί προσωπικού στο παιδί του – κρίνοντας κι από την αντίστοιχη σκηνή στο Call me by Your Name, η υπερδύναμη του Τιμοτέ Σαλαμέ πρέπει να είναι αυτή, να αποσπά, δηλαδή, από τους κινηματογραφικούς του γονείς απρόσμενες προσωπικές εξομολογήσεις. Όπου μπορείς να παραγγείλεις μια μπαλάντα του Έρβινγκ Μπέρλιν κι εκείνη να παίξει στο επόμενο πλάνο.


Και, μέσα από την στάση της Άσλεϊ και του Γκάτσμπι απέναντι στις κινηματογραφικές περιπέτειες που ζουν, ο Άλεν χωρίζει θεατές κι ανθρώπους σε δύο κατηγορίες. Είναι αυτοί που βλέπουν το σινεμά ειδικότερα και τη φαντασία γενικότερα με τη φιλοσοφία του τουρίστα, σαν ένα ευχάριστο, (ολότελα και οπωσδήποτε) αβαρές διάλειμμα από την «αληθινή» ζωή τους, στην οποία επιστρέφουν παντελώς ανεπηρέαστοι από αυτό που μεσολάβησε. Κι είναι, πάλι, κι εκείνοι που βρίσκουν την αλήθεια τους στο σινεμά, που πιστεύουν με θρησκευτική ευλάβεια αυτό που διατείνεται η Σελένα Γκόμεζ στο φιλμ, ότι η «αληθινή» ζωή είναι για εκείνους που δεν μπορούν καλύτερα. Εκείνοι που αναπτύσσουν βιωματική σχέση με το μέσο, που ορίσαν τη ζωή τους μέσα από αυτό, που λαχταρούν κι απαιτούν κινηματογραφικότητα στην καθημερινότητα τους κι όποτε η τελευταία τους πληγώσει παραπάνω, θα προσφύγουν στις ιαματικές ιδιότητές του για να επουλώσουν τις πληγές τους. Θα πιούν ένα κοκτέιλ σε εκείνο το μπαρ που επέλεξε από όλα τα μπαρ του κόσμου να μπει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, θα σιγοντάρουν τον Τζιν Κέλι κρατώντας του για λίγο και την ομπρέλα, θα κλείσουν εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή για τον «Παράδεισο» του Καρλίτο, θα παραγγείλουν μια λεμονόπιτα σε ένα diner ανάμεσα στο αντίο και το πουθενά, θα τους βρει το χάραμα σε ένα παγκάκι μπροστά στην γέφυρα του Κουίνσμπορο. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, γιατί αναζητούν το καλύτερο και γιατί, κυριολεκτικά, δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν.


Αν είσαι ένας από αυτούς κι αν η υποτιθέμενη αυτοβιογραφία σου θα γραφόταν σε γραμματοσειρά Windsor Light Condensed, δεν αναρωτιέσαι γιατί να μπεις σε θερινό σινεμά μέσα στο κατακαλόκαιρο για να δεις μια βροχερή ταινία. Θα προτιμούσες να περάσεις μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη του Γούντι, παρά να βρίσκεσαι οπουδήποτε αλλού. Και, ποιός ξέρει, μπορεί αν κλείσεις τα μάτια βγαίνοντας από το σινεμά, να νιώσεις στο δέρμα σου τις στάλες της «βροχής».