Το παιδί που αντί να σπουδάσει σινεμά, "πήγε" στο σινεμά, τώρα βρήκε τον τρόπο να βγει από το TCU (Tarantino Cinematic Universe) με την πιο λυτρωτική του ταινία, ένα (σχεδόν) αριστούργημα με αφορμή του Χόλιγουντ και θέμα τη βία. Η βία, που λατρεύει στις ταινίες του και απεχθάνεται στην αληθινή ζωή, παραδόξως δεν διανθίζει αλλά πρωταγωνιστεί σε μια παραπλανητική, δαιδαλώδη, μεγάλη βόλτα στο Χόλιγουντ, τα 60s και αναπόφευκτα τη σινεφιλία. Με το "Κάποτε" ξεκινούν τα παραμύθια αλλά και στα σπαγκέτι γουέστερν, και ο βασικός ήρωας, ο ανασφαλής Ρικ Ντάλτον, σέρνεται σε ρολάκια κακών που ατιμώνουν τη δοξασμένη περίοδο της ακμής, όταν έσκιζε στο σίριαλ Bounty Law, από το 1957 ως το 1963.

 

Όσο κι αν δίνει ότι καλύτερο έχει στο (περιορισμένο από την τηλεοπτική ρουτίνα) ρεπερτόριο του, σε ένα γουέστερν που σκηνοθετεί ο Σαμ Γουαναμέικερ, το αλκοόλ που ξεκουράζει προσωρινά το στρες του, θολώνει τη μνήμη του και πυροδοτεί ακόμη περισσότερο το τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Ο ατζέντης του (Αλ Πατσίνο) τον συμβουλεύει, με τον αλάνθαστο τρόπο του smooth operator, (για να μην τρομάξει), να δοκιμαστεί στα γουέστερν δεύτερης διαλογής της Τσινετσιτά, για να ξανακερδίσει το εκτόπισμα του σταρ, του θετικού, winner ήρωα, μπας και σώσει την τσακισμένη καριέρα του. Συμφωνώντας μετά από πολλές αντιρρήσεις, παίζει σε 4 ταινίες στην Ιταλία, ανάμεσα σε αυτές και σε μια του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Επιστρέφοντας έχει παντρευτεί μια σέξι Ιταλιάνα και ανακοινώνει στον πιστό ντουμπλέρ του, τον Κλιφ Μπουθ, πως πρέπει να τον αφήσει ελεύθερο μετά από στενή συνεργασία ετών, γιατί δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά. Ο Μπουθ είναι ένας laid back, έμπειρος και ικανός άνθρωπος της συνήθειας, με ένσημα στα τηλεοπτικά πλατό, αν και με κηλιδωμένη υπόληψη, καθώς τον κυνηγά η φήμη πως δολοφόνησε τη σύζυγό του.


Ο Ταραντίνο αναπαριστά την έννοια της διχοτόμησης του ηθοποιού με την διαίρεση του παρακμασμένου, αγχώδους, ανασφαλούς ήρωα, με το συμπληρωματικό alter ego του. Το πρώτο όνομα έχει ανάγκη τον κασκαντέρ του, που δεν είναι απλά συνεργάτης, αλλά "κάτι παραπάνω από αδελφό και κάτι λιγότερο από σύζυγο". Σωφέρ, εξομολογητής, μάστορας και bouncer όποτε χρειαστεί, ο Μπουθ τον προστατεύει κυρίως από τον κακό εαυτό του, χωρίς να δείχνει οτι ανησυχεί- άλλωστε, ένας σταρ είναι καπριτσιόζικο πλάσμα, που μουτρώνει και γκρινιάζει, και μετά από λίγο, του περνάει. Ο Ντάλτον μένει σε μια χαρακτηριστική κατοικία του Λος Άντζελες, στους λόφους του Χόλιγουντ, μια ανάσα από το μεγαλύτερο σπίτι του γείτονα Ρόμαν Πολάνσκι και της νέας συζύγου του, της Σάρον Τέϊτ, στη Cielo Drive. Όταν το πιο καυτό ζευγάρι του Χόλιγουντ προσπερνάει με το αυτοκίνητο, Ντάλτον τους κοιτάζει με παιδιάστικη ζήλεια: πόσο θα ήθελε να προβιβαστεί στη μεγάλη οθόνη. Το προσπάθησε αλλά απέτυχε και αισθάνεται πως με μια επίσκεψη, ένα πάρτι, ένα τσακ, και θα ανακάμψει, ως εκ θαύματος.


Παράλληλα, σε μια από τις αγγαρείες που ο Μπουθ εκτελεί αγόγγυστα για το αφεντικό του, συναντά μια πολύ σέξι, μάλλον ανήλικη χίπισσα στο πηγαινέλα από το στούντιο στο σπίτι. Μετά από δύο χαμογελαστές ανταλλαγές βλεμμάτων, την προσκαλεί στο αμάξι και μαζί πηγαίνουν στο αυτοσχέδιο κοινόβιο των φίλων της, που κάποτε ήταν πλατό για τηλεοπτικά γουέστερν. Η συμμορία του Τσαρλς Μάνσον έχει κάνει ετσιθελική κατάληψη, και χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, ο αγέρωχος κασκαντέρ ζητά να δει τον παλιό ιδιοκτήτη (Μπρους Ντερν). Η συνάντηση μαζί του είναι οριακά σουρεαλιστική: ο παλαίμαχος είναι εξαντλημένος, μισότυφλος, ξαπλωμένος, δεν θυμάται και πολλά, έχοντας πλέον παραδώσει την περιουσία του σε ένα αρπακτικό τσούρμο μπερδεμένων παιδιών των λουλουδιών, ειδικά εκείνων που καπνίζονται. Η παλιά γενιά, ληθαργική και μπαφιασμένη, αιχμαλωτίστηκε χωρίς αντίσταση.


Στο μεταξύ, στο Χόλιγουντ του ζεστού καλοκαιριού του 69, η Σάρον Τέιτ έχει αποχωριστεί προσωρινά τον Πολάνσκι της, ο οποίος λείπει στην Ευρώπη, έχει πάντα στενή φιλική σχέση με τον πρώην σύντροφό της Τζέι Σίμπρινγκ, και, στους πρώτους μήνες της κύησης της, κάνει μια ωραία βόλτα στην πόλη, ώσπου σταματά σε μια κινηματογραφική αίθουσα που παίζει μια από τις πολλές ταινίες που στρίμωξε στην βραχεία καριέρα της. Ιδιοκτήτης και ταμίας δεν την αναγνωρίζουν αλλά εκείνη, ως γνήσια ενζενύ, συστήνεται ακομπλεξάριστα, και τους κατακτά με το μπρίο και τους άδολους τρόπους της. Με τα πόδια της απλωμένα στο μπροστινό κάθισμα (λίγο casual toe fetish, όπως στο Kill Bill) παρακολουθεί τον εαυτό της, και απολαμβάνει κάθε στιγμή του χαριτωμένα ασήμαντου ρόλου της, μετατρέποντας την αρχική αμηχανία της με απόλαυση, από τη στιγμή που οι λίγοι θεατές στην αίθουσα γελούν και χαίρονται μαζί της, ενθαρρύνοντας την σε μια απενοχοποιημένη αυτο-θέαση.

 

Η καλλιτεχνική της απόσταση από τον στιγματισμένα τηλεοπτικό Ντάλτον είναι μηδενική, αν και εκείνης το όνομα έγινε στη μεγάλη οθόνη. Η Τέιτ είναι η χαρά της ζωής, και ο θεατής εύκολα παρασύρεται από την ηλιόλουστη αισιοδοξία της Μάργκο Ρόμπι, ξεχνώντας το τραγικό τέλος της, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, από τα μειράκια του Μάνσον, ο οποίος, θέλοντας να εκδικηθεί την απόρριψη του από τη δισκογραφία, και πιο συγκεκριμένα από τον συνθέτη και παραγωγό Τέρι Μέλτσερ (γιό της Ντόρις Ντέϊ), διέταξε τη σφαγή των νέων ενοίκων της παλιάς κατοικίας του, για να κάνει ντόρο, κάτω από το μανδύα ενός αντισυστημικού, καλτ μανιφέστου.


Ταυτόχρονα, ο Ταραντίνο θέτει το ερώτημα της μόνιμης ανασφάλειας των ηθοποιών, που τόσο λατρεύει: πόσο χρήσιμοι και άξιοι αισθάνονται, σε ένα επάγγελμα που τους τεστάρει συνεχώς και σε δεδομένα που αλλάζουν ερήμην τους, ταχύτατα; Η Τέιτ ενδυναμώνεται από τη θέα της απόδοσής της, και ο Ντάλτον, προφανώς διπολικός, με θέμα αλκοολισμού, χρειάζεται την αρωγή του κολλητού του, σαν live σκονάκι, ή ακόμη και τα κολακευτικά λόγια μια ανήλικης συμπρωταγωνίστριάς του, για να πάρει κουράγιο.


Στην ένατη και πιθανώς τελευταία ταινία του, ο Κουέντιν Ταραντίνο αποπέμπει κινηματογραφικά την εξιδανικευμένη αντίληψη του χιπισμού, που ούτως ή άλλως υπέγραψε μαζική παραίτηση μια εβδομάδα μετά τους φόνους στη Cielo Drive, στο ιστορικό φεστιβάλ του Γούντστοκ. Οι αποχαυνωμένοι φιλειρηνιστές δίνουν τη θέση τους σε ταραγμένα τέρατα που θέλουν να σκοτώσουν τα γουρούνια της φήμης, για να εκδικηθούν όσους τους έμαθαν να αναπαράγουν τη βία. Το επιχείρημα που αναφέρουν οι εντολοδόχοι της ατζέντας του Μάνσον στο Κάποτε στο Χόλιγουντ είναι πως όλες οι σειρές που παρακολουθούσαν ως παιδιά, με εξαίρεση τη Λούσι, είχαν πιστολίδι και φόνους. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης ονειρεύεται μια διαφορετική εξέλιξη στο φαύλο ερώτημα: έχει πλέον ξεκόψει από τον ενδοσκοπικό στρόβιλο του Reservoir Dogs και του Pulp Fiction, και χωρίς να τα προδώσει, μεταστρέφει τα εκφραστικά του όπλα σε φανταστικές προτάσεις. Γι' αυτό και το Κάποτε στο Χόλιγουντ, εκτός από τσάρκα στα στέκια της νεότητάς του, τα μπαρ, τα diners, τους σινεμάδες και τις κουρσάρες, τη φωταγωγημένη νοσταλγία και δοξαστικά φετίχ του, είναι μια ευχή.


Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ είναι καταπληκτικοί στις παραλλαγές του φτηνού κι ευαίσθητου κοινού ρόλου που μοιράζονται, ιδιοφυώς γραμμένο από την Ταραντίνο, γύρω από την ραγισμένη ματαιοδοξία και την περήφανη ρηχότητα του τηλεοπτικού και κινηματογραφικού Χόλιγουντ, του ευθυτενούς studio system, πριν την ειρωνεία. Ως εργάτες του pulp μύθου που έθρεψε γενιές με το εβδομαδιαίο ραντεβού των σκληρών σειρών περιπέτειας, φέρουν, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση σε ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη, το καινό δαιμόνιο της τηλεόρασης, σε ένα σύμπαν ερμητικά αφιερωμένο στο σινεμά όλων των ειδών και των αποχρώσεων.

 

Σε ένα οπτικοακουστικό πεδίο που πλέον έχει αντιστραφεί, με τον κινηματογράφο απελπιστικά και μάλλον ανεπιστρεπτί εφηβοποιημένο και την ενηλικιωμένη τηλεόραση, δεκτική σε ψαγμένους θεατές, ο Ταραντίνο μπαίνει (και πάλι) στον πειρασμό να αναποδογυρίσει τα δεδομένα, και ανάμεσα στις πιθανότητες που εξετάζει, είναι η κρίσιμη σύγκλιση των δύο μέσων, εκείνη ακριβώς την περίοδο, όταν ο χρυσός αιώνας του Χόλιγουντ έπνεε τα λοίσθια, η λάμψη της μονοδιάστατης βεντέτας της τηλεόρασης έσβηνε, και το νέο κύμα εφορμούσε, με τη Σάρον Τέϊτ ως το φρέσκο πρόσωπο που συνόδευε τον αντίθετο των hippies, τον υπερ-hip Πολάνσκι που είχε μόλις αλώσει το πιο υποψιασμένο κοινό με την ανατρεπτικά σάτιρα είδος στον Χορό των Βρυκολάκων και τον ρεβιζιονιστικό τρόμο του Μωρού της Ρόζμαρι. Το σινεμά της Τέιτ και η τηλεόραση του Ντάλτον γειτονεύουν αλλά ντρέπονται να πλησιάσει το ένα με το άλλο, συγγενεύουν περισσότερο από ότι νομίζουν, και μπορεί να γίνουν φίλοι, έστω και με την καταλυτική βοήθεια ενός acid τσιγάρου, που διόλου τυχαία, πουλάει η σέξι χίπισσα που προσπαθεί να τρυπώσει στη μεγάλη εικόνα, με ωτοστόπ.


Το Κάποτε στο Χόλιγουντ δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από μαύρη κωμωδία. Είναι σίγουρο πως πολλοί θα διαμαρτυρηθούν για πλατειασμό και indulgment. Για επανάληψη των κόλπων του και χολιγουντιανό μπαρόκ. Για ξεχειλωμένη αρχή, ή ισοπεδωτικό ending. Όσοι θα διαφωνήσουν, προφανώς λυπούνται που το Pulp Fiction δεν έχει sequel. Χωρίς δύστροπα περάσματα, στριμωγμένους διαλόγους και περιττή προσποίηση για να χαρούν οι ready made geeks, απαιτεί και αξίζει προσήλωση, γιατί φοδράρει τις κρίσιμες αλλαγές στην δεδομένα βραχεία οπτική των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν, και εγγράφει το τυχαίο, αλλά και το κάρμα, στην Ιστορία και τα αληθινά γεγονότα, μετασκευάζοντας τα με γνώμονα την ελπίδα, πράγμα πρωτόφαντο για τον κατ' εξοχήν σινεσημειολόγο του μεταμοντέρνου.


Η αγαπημένη μου ταινία του Ταραντίνο παραμένει το Jackie Brown, και μάλλον δεν θα αλλάξει, για προσωπικούς λόγους- ήταν η πρώτη που έσκυψε πάνω από τους χαρακτήρες και δεν μεταχειρίστηκε τους ανθρώπους ως αναλώσιμους "τύπους". Το "Κάποτε στο Χόλιγουντ", που προβλήθηκε σε παγκόσμια πρώτη στις Κάννες και έφυγε από το φεστιβάλ χωρίς βραβείο, είναι σπουδαίο και ξεχωριστό, όχι τόσο για το αίμα που χύνει και τα φιτίλια που ανάβει, αλλά για τον αθέατο κόσμο που ανασύρει από το κλισέ της υπερτιμημένης, και τελικά πλαστής αθωότητας. Το μόνο μείον σε αυτήν την συναρπαστική διαδρομή που διαρκεί κάτι λιγότερο από 3 ώρες, είναι η απουσία της πυρετώδους κλιμάκωσης, που καψαλίζει τις διακλαδώσεις των σεκάνς σε όλες τις μεγάλες ταινίες του. Ωστόσο εδώ κυριαρχεί ένας στοχαστικότερος χειρισμός, που αποζημιώνει και με το παραπάνω.