Μεγαλωμένος στο Ρόουντ Άιλαντ, ο Τομ ΝτεΝούτσι ανέλαβε μια υπόθεση που σημάδεψε τη φαινομενικά ήσυχη, αλλά πρακτικά βυθισμένη στο έγκλημα περιοχή του, μια ληστεία του 1975, που απ' όποια πλευρά και να τη δεις στερείται κάθε λογικής.

 

Δύο μικροληστές, με τη βοήθεια τεσσάρων συνεργατών, μπαίνουν σε μια βιοτεχνία με γούνες, επιχείρηση που λειτουργεί ως βιτρίνα, έχοντας στο υπόγειο ένα τεράστιο χρηματοκιβώτιο όπου βρίσκεται όλος ο πλούτος της μαφίας. Η επιχείρηση είναι απλή, λόγω μηδαμινής ασφάλειας, αφού κανείς δεν θα τολμούσε να αγγίξει ένα τέτοιο μέρος.

 

Ο ΝτεΝούτσι προσπαθεί να αναπτύξει τα κίνητρα δύο ονειροπόλων κακομοίρηδων που προβαίνουν σε κάτι που μοιάζει με επιχείρηση αυτοκτονίας, κοιτώντας στο παρελθόν του Σκορσέζε και τις σχετικές του ταινίες, όπου ήρωες ακμάζουν και παρακμάζουν ως δέσμιοι φιλοδοξιών χωρίς τέλος και φρένο, αλλά και στο σινεμά των Κοέν. Εκεί ο ίδιος υπολείπεται, καθώς δεν διαθέτει το οπτικό χιούμορ και τη ροπή στον μηδενισμό που τα δύο αδέρφια μπορούν να πετύχουν με ένα πλάνο.

 

Ο ίδιος παραμένει κυρίως περιγραφικός, παρά αναλυτικός, και μένει προσηλωμένος στον στόχο, που είναι να διηγηθεί μια σύνθετη ληστεία ως απλή ιστορία, με σκοτεινές φιγούρες να κινούν τα νήματα και πρωταγωνιστές-πιόνια που νομίζουν ότι έγιναν βασιλιάδες.