Το πολυαναμενόμενο remake του ανθεκτικότατου στον χρόνο, αγαπημένου κινουμένου σχεδίου «Ο βασιλιάς των λιονταριών» δεν είναι παρά ένα φωτορεαλιστικό αντίτυπο του πρωτότυπου, εκτελεσμένο με αδιάφορα ωρολογιακή ακρίβεια από την αφρόκρεμα του Χόλιγουντ: ο Ντόναλντ «Childish Gambino» Γκλόβερ και η Μπιγιόνσε (Νόουλς Κάρτερ, όπως υπογράφει με το πλήρες ονοματεπώνυμό της) υποδύονται τον Σίμπα και τη Νάλα αντίστοιχα, η κλασική φωνή του Τζέιμς Ερλ Τζόουνς βρυχάται ως Μουφάσα, ο Τσιγουετέλ Ετζιοφόρ και η Άλφρε Γούνταρντ πλαισιώνουν, ο Χανς Ζίμερ μαζί με τον Έλτον Τζον και τον στιχουργό Τιμ Ράις επέστρεψαν για να ξεσκονίσουν ελαφρώς την οσκαρική μουσική της ταινίας, ο τελευταίος προσθέτει ένα ακόμη τραγούδι, στους τίτλους τέλους, η Μπιγιόνσε ήδη κυκλοφόρησε ένα δικό της, το «Spirit», και ο Φαρέλ Γουίλιαμς, παραδόξως, έχει έναν ρόλο που δεν είναι ευδιάκριτος ή οργανικός, όπως άλλωστε και η Τζούλι Τέιμορ, η σκηνοθέτις, που επινόησε δραματικές, ιδιοφυείς προσθήκες στη θεατρική της μεταφορά, εμβαθύνοντας με μοναδικό πάντρεμα τέχνης και ψυχαγωγίας στο πνεύμα του έργου με πρωτόγνωρα υλικά και εντυπωσιακές φωτοσκιάσεις.

 

Ο νέος «Βασιλιάς» απευθύνεται σε μια γενιά παιδιών που ενδεχομένως δεν έχουν δει τον παλιό, καθώς και στους ενήλικους συνοδούς τους, οι οποίοι αντίστοιχα θα δυσανασχετήσουν αν κάτι αλλάξει από το λατρεμένο έργο της δικής τους παιδικής τους ηλικίας.

 

Τα βαθιά αφρικανικά χρώματα φιλοτεχνεί ο ζωγράφος οπερατέρ Καλέμπ Ντεσανέλ, ενώ ο Τζον Φαβρό, ο οποίος, ενώ έγδυσε το «Βιβλίο της Ζούγκλας» από την ψυχεδελική τσαχπινιά του original του 1967, είχε διατηρήσει τη δύναμή του με τη ματιά της διασκευής του, εδώ αναφέρεται ευπειθώς στην Disney σε μια αναπαράσταση που, αν δεν είναι καρέ-καρέ πιστή, τότε βάζει τα δυνατά του να μην παρεκκλίνει ούτε χιλιοστό από αυτό που γνωρίζουμε καλά κι έχουμε δει πλειστάκις.

 

Αυτό σημαίνει πως ο νέος «Βασιλιάς» απευθύνεται σε μια γενιά παιδιών που ενδεχομένως δεν έχουν δει τον παλιό, καθώς και στους ενήλικους συνοδούς τους, οι οποίοι αντίστοιχα θα δυσανασχετήσουν αν κάτι αλλάξει από το λατρεμένο έργο της δικής τους παιδικής τους ηλικίας ‒ μια εντελώς συντηρητική (και ανιαρή στην προοπτική της) προϋπόθεση, που γεννά ανησυχία για τις πολλές διασκευές που θα ακολουθήσουν.

 

Ο «Βασιλιάς των Λιονταριών» είναι από εκείνες τις ταινίες όπου όλα έγιναν όμορφα και ωραία, αλλά σχεδόν τίποτε δεν πνέει ελεύθερα, εκτός ίσως από τον παιχνιδιάρη Σεθ Ρόγκεν, ο οποίος δίνει λάκτισμα και ζωηράδα στον ούτως ή άλλως αβανταδόρικο Πούμπα. Ξέψυχο και παραγυαλισμένο, όπως ήταν κάποτε το κινηματογραφικό «Chorus Line» στην ατυχή μεταφορά του στο σινεμά από τον Ρίτσαρντ Άτεμπρο, το έπος του Σίμπα του λιοντή, στη δαιδαλώδη, ενοχική και εν τέλει λυτρωτική του συνειδητοποίηση του κύκλου της ζωής, χάνει σε χαρά και λύπη, αφήνοντας τα αλλεπάλληλα συναισθήματα να εξατμίζονται στα συνεχή pans του Φαβρό και στη μετάβαση από τη μία μεγάλη σεκάνς στην επόμενη.

 

Το ζωγραφιστό σχέδιο του πρωτότυπου έβριθε εκφραστικότητας, ενώ εδώ τα ημι-αληθινά ζώα προκαλούν μια συνεχή περιέργεια: ο θεατής αναρωτιέται αν είναι πραγματικά και, γνωρίζοντας πως προέρχονται από την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, απορροφάται από την άγονη, μιμητική κίνησή τους. Την ίδια στιγμή, οι φωνές μοιάζουν απομονωμένες και πέτρινες, σαν να έρχονται από όμορα στούντιο ηχογράφησης, χωρίς διαλογική διάδραση, απειλή ή γνήσιο fun.

 

Ο υπερβολικός σεβασμός σε ένα τοτέμ του animation έχει μετατραπεί σε φόβο μπροστά στο πιο ακριβό φιλμ κινουμένων σχεδίων, της τάξης των 250 εκατομμυρίων δολαρίων, και, κυρίως, απέναντι σε μια περιουσία που ανέρχεται στα 8 δισεκατομμύρια, αν υπολογιστούν κατά προσέγγιση οι εισπράξεις από τις αίθουσες, το home video και τις αναρίθμητες παραστάσεις. Ο Walt πάντα ενθάρρυνε την καινοτομία σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στη ζώνη ασφάλειας της οικογενειακής διασκέδασης και στην προσπάθεια της συνεχούς ανανέωσης μιας εταιρείας που βασίστηκε στην πρωτοπορία και στην πρωτιά.

 

Η Disney έχει πλέον την Pixar για να βγάζει το φίδι από την τρύπα, παραδίδοντάς της τα κλειδιά της φαντασίας όποτε εκείνη δεν κάνει διάλειμμα με τα sequels της, ενώ η ίδια αρμέγει τις ιερές αγελάδες της, δρώντας περισσότερο λογιστικά παρά δημιουργικά. Η ειρωνεία είναι πως το στούντιο που έχτισε μόνος του ένας πολυπράγμων παραγωγός εξαρτάται από το χέρι ενός σκηνοθέτη (βλέπε Τιμ Μπέρτον) για να κάνει τη διαφορά, πάντα κατά περίπτωση.