Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι να μείνει κάποιος στο παρασκήνιο και, εντέλει, στην επιφάνεια της ταινίας Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος: διαρκεί τέσσερις ώρες. Ο σκηνοθέτης της, ο Χου Μπο, αυτοκτόνησε λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων. Ήταν μόλις 29 ετών. Ήταν το ντεμπούτο του, μετά από δύο νουβέλες και δύο μικρού μήκους ταινίες. Είχε πύρινες διαφωνίες με τους επιφανείς παραγωγούς του, οι οποίοι απέσυραν το όνομά τους από τους τίτλους. Οι προσβολές, τα ανυπέρβλητα εμπόδια και η οδύνη φαίνεται πως πυροδότησαν το πρόωρο τέλος.

 

Ωστόσο είναι άδικο να κριθεί ένα σπουδαίο έργο μόνο από τον προσωπικό γολγοθά του δημιουργού του. Η δοξασία ενός ελέφαντα που στέκεται ακίνητος στο Μανζούλι του μακρινού Βορρά αποτελεί την κινητήρια αφορμή των τεσσάρων πρωταγωνιστών για την απόδραση από τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν σε μια παρακμιακή πολίχνη της Κίνας.

 

Ο Χου Μπο επενδύει προσωπικά, με τρυφερότητα και πάθος στις ανθρώπινες περιπτώσεις που μεταφέρει από το βιβλίο του Ένα τεράστιο ρήγμα, αναζητώντας ακριβώς αυτό το χάσμα ανάμεσα στον λόγο και τις πράξεις.

 

Μέσα από συνεχή, εκτεταμένα steadicam μονοπλάνα αξιοζήλευτης ρευστότητας, χορογραφημένα με ακρίβεια και μονταρισμένα χωρίς ραφές, ambient μουσική υπόκρουση και ένα μούχρωμα απόλυτα ταιριαστό με τον ψυχισμό των ηρώων παρακολουθούμε, από την αυγή μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες μίας μόνο μέρας, την ιστορία τους και τις συγκεκριμένες συνθήκες που τους οδηγούν σε απόγνωση.

 

Ένα σχολιαρόπαιδο με τον κολλητό του, η συμμαθήτριά του, ένας άνδρας χαμένος στις ενοχές του κι ένας παραπεταμένος συνταξιούχος υπνοβατούν, διατηρώντας με τη βία την ψυχραιμία και την αξιοπρέπειά τους και έχοντας τον μύθο του αδιάφορου, αιώνιου ελέφαντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Οι περιστάσεις ποικίλλουν, το ίδιο και οι ηλικίες και το φύλο τους, ο τόπος είναι κοινός και η σιωπηλή αποφασιστικότητά τους έκδηλη κάθε φορά που τα ξεχωριστά συμβάντα (ατυχήματα, αυτοκτονίες, εκφοβισμός) τούς απομακρύνουν ολοένα και εντονότερα από την αδιέξοδη ζωή τους.

 

Η μιζέρια της περιγραφής δεν καταντά ποτέ μια ψυχρή απαρίθμηση σπαταλημένων μονάδων σε μια κοινωνική απαξίωση. Αντίθετα, ο Χου Μπο επενδύει προσωπικά, με τρυφερότητα και πάθος στις ανθρώπινες περιπτώσεις που μεταφέρει από το βιβλίο του Ένα τεράστιο ρήγμα, αναζητώντας ακριβώς αυτό το χάσμα ανάμεσα στον λόγο και τις πράξεις.

 

Με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, άπιαστο για σκηνοθέτη που επιχειρεί πρώτη φορά ένα τόσο φιλόδοξο και τόσο ταπεινό σε επίπεδο τεχνικών μέσων εγχείρημα, διαβάζει τις μύχιες σκέψεις και δεν μένει στο άρρητο και στο άφατο αλλά ποντάρει και στη δράση ‒ είναι πολύ πιθανό, με την ελάχιστη εμπλοκή, ένας υπομονετικός για τα γρήγορα δεδομένα της εποχής θεατής να βρει την ταινία συναρπαστική, εκτός από συνταρακτική στο περιεχόμενο.

 

Αναμειγνύοντας πολλές δραματικές συμπτώσεις και μια διάχυτη ποιητικότητα, ο Χου Μπο φτιάχνει μια lo-fi ρομαντική σαπουνόπερα χωρίς ταίρι. Όταν οι απόκληροι που τελικά φτάνουν στον τελευταίο σταθμό συναντιούνται στο υπέροχο, σιβυλλικά ελπιδοφόρο φινάλε, ο γηραιός σοφός της παρέας εξηγεί τι σημαίνει να ψάχνεις μια ζωή τη διαφορά και ποιο είναι το συναίσθημα του να στέκεσαι και να κοιτάζεις «απέναντι» ‒ μια τραγική και πολύ δηλωτική υποσημείωση στη μοναδική περίπτωση του δημιουργού.