Η δεύτερη ταινία, μετά το Keepers, του Βέλγου Γκιγιόμ Σενέζ, οι Αγώνες Μας, που παρουσιάστηκε στην Εβδομάδα Κριτικής στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, ξεκινά με δύο απώλειες για τον ήρωα, τον εργαζόμενο σε μια τεράστια αποθήκη Ολιβιέ: παρά τις προσπάθειές του να μεταπείσει το τυπικά απάνθρωπο τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, ένας απεγνωσμένος και υπερχρεωμένος συνάδελφός του τελικά απολύεται και, όπως υποσχέθηκε αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αυτοκτονεί, αφήνοντας κενό στην οικογένειά του και ενοχές στον Ολιβιέ.

 

Επιπρόσθετα, και χωρίς καμία προειδοποίηση, η σύζυγός του, μια φαινομενικά σταθερή γυναίκα που εργάζεται σε κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων, εξαφανίζεται, χωρίς ίχνη, και τον αφήνει με εύλογα ερωτηματικά και, κυρίως, μόνο με τους δύο μικρούς γιους τους.

 

Ο Ολιβιέ καλείται να ισορροπήσει το ακατόρθωτο και ταυτόχρονα να διατηρήσει την ψυχραιμία του μπροστά στο τεράστιο φορτίο της πατρότητας και της επαγγελματικής ευθύνης.

 

Προτείνοντας ένα ακραίο «σενάριο», ο Σενέζ εξετάζει με ρεαλισμό και μυαλωμένη πλοήγηση τη θέση του άνδρα στη σκληρή πραγματικότητα μέσα από έναν βίαιο αποχωρισμό ‒ την αρσενική ενηλικίωση διά της απώλειας.

 

Ο Ρομέν Ντιρίς κρατά τον έλεγχο τη στιγμή που οι Αγώνες Μας κάνουν το point τους, χωρίς δραματικές εξάρσεις, σαν δραματοποιημένη ακτινογραφία με αύρα ντοκιμαντέρ.