Οκτώ χρόνια μετά το Poetry, ο Λι Τσανγκ Ντονγκ επιστρέφει μεταφέροντας στην οθόνη το Barn Burning του Χαρούκι Μουρακάμι, επεκτείνοντας το διήγημα σε πλοκή δυόμισι ωρών και μετατοπίζοντας τη δράση από την Ιαπωνία στη χώρα του, την Κορέα.

 

Ο πρωταγωνιστής, ο Γιόνγκσου, μένει σε μια παράγκα στα προάστια, δουλεύει μεροκάματο για να επιβιώσει (ο πατέρας του είναι στη φυλακή) και φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας με πρότυπο τον Γουίλιαμ Φόκνερ. Συναντά τυχαία μια παλιά του γνωστή, η οποία είναι κράχτης σε εμπορικό κατάστημα, θέλει να γίνει ηθοποιός και ειδικεύεται στην παντομίμα.

 

Οι συνευρέσεις τους δεν προδίδουν τίποτε παραπάνω από μια casual σχέση, ερωτική, αλλά, κατά τα φαινόμενα, όχι δεσμευτική. Εκείνη φεύγει για ταξίδι στην Αφρική και του ζητά να προσέχει τον γάτο της. Όταν επιστρέφει, του συστήνει έναν ευειδή νέο άνδρα που γνώρισε στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι. Κάνουν όλοι παρέα, αλλά οι ισορροπίες παραμένουν τεταμένες.

 

Ο Λι Τσανγκ Ντονγκ δεν βιάζεται να ωθήσει τον θεατή σε συμπεράσματα και παρατείνει το παζλ, υφαίνοντας το στόρι με την πηγή του Μουρακάμι, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ, αλλά και τους χαρακτήρες με ταξική φόρτιση.

Η Χαέμι εξαφανίζεται χωρίς ειδοποίηση ή ίχνος και ο Γιόνγκσου αναρωτιέται αν ο Μπεν έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στο μυστήριο. Χωρίς να έχει κάτι ιδιαίτερο να κάνει, βουτηγμένος σε μαύρες σκέψεις, παράνοια και ανθρώπινη αγωνία, τον παρακολουθεί και η ταινία μετατρέπεται σε ιδιότυπο νουάρ, μια περιπέτεια με υπαρξιακές παύσεις και αλλαγές τόνου: ο Λι Τσανγκ Ντονγκ δεν βιάζεται να ωθήσει τον θεατή σε συμπεράσματα και παρατείνει το παζλ, υφαίνοντας το στόρι με την πηγή του Μουρακάμι, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ, αλλά και τους χαρακτήρες με ταξική φόρτιση.

 

Με καταλύτη την ασταθή και πλανεύτρα με έναν κοριτσίστικο τρόπο Χαέμι, η μονομαχία ανάμεσα στον πλούσιο με το διφορούμενο χαμόγελο, σαρδόνιο και κοροϊδευτικό, καθησυχαστικό αν και ψεύτικο, που συχνά προβάλλει σαν αδιαπέραστη γκριμάτσα (ο Στίβεν Γέουν από το Walking Dead) και τον απογοητευμένο φτωχό με το σκληρό, παιδιάστικο πρόσωπο, τα καταπιεσμένα καλλιτεχνικά όνειρα και τα προλεταριακά απωθημένα.

 

Όταν αυτό το βραδυφλεγές δράμα ξεδιπλώνει αθόρυβα τις κοινωνικές συνισταμένες του διατηρεί τον ιστό του. Η καλύτερη σεκάνς, που διαρκεί πολύ, αλλά καθηλώνει δεξιοτεχνικά, είναι όταν οι τρεις «φίλοι» σκοτώνουν την ώρα τους ένα απόγευμα στο προαύλιο του Γιόνγκσου, ακούγοντας τον αχό των πατριωτικών εμβατηρίων της Βόρειας Κορέας πέρα από τον λόφο και τα σύνορα, ενώ η Χαέμι χορεύει γυμνόστηθη, ξυπνώντας τον ανταγωνισμό κτητικότητας των μαστουρωμένων, συνεπώς ανίκανων να επιτεθούν ή να διεκδικήσουν αρσενικών.

 

Αντίθετα, τον κώδικα της δράσης, έστω και με συγκρατημένη κινηματογραφική έκφραση, ο Λι Τσανγκ Ντονγκ δεν τον χειρίζεται πειστικά, πόσο μάλλον συναρπαστικά. Προφανώς, το Παιχνίδι με τη Φωτιά δεν προδιαθέτει για υπερταχεία περιπέτεια. Επειδή, όμως, από ένα σημείο και πέρα η συσσώρευση υποψιών οδηγείται σε μια κλιμάκωση αντιπαράθεσης, τα στοιχεία που προσφέρει δεν επαρκούν.