Η βιογραφική μεταμόρφωση του ινδικής καταγωγής Ζανζιβαριανού Φαρούκ Μπουλσάρα στον Φρέντι Μέρκιουρι που έλαμψε με τις υψηλές φωνητικές επιδόσεις και τις αξέχαστες εκκεντρικότητες ως frontman του ροκ συγκροτήματος Queen αγκομαχάει να κρατήσει σταθερό το νήμα που συνδέει την προσωπική ζωή ενός αυτόκλητου θρύλου της ρoκ και της μουσικής που δημιούργησε με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, από τη σύστασή της, τη δεκαετία του '70, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του από AIDS το 1991.

 

Ακριβέστερα, το Bohemian Rhapsody, βαφτισμένο από το 6λεπτο συμπίλημα οπερατικών στοιχείων, μεγαλοπιασμένων στοιχείων, μπαλάντας και βαβουριάρικης ροκ, ξεκινάει και τελειώνει με την πιο δυναμική παράσταση των Queen, στο Live Aid, με φουλ τον ήχο και το κοινό στα κάγκελα, σε μία από τις καλύτερες περφόρμανς που έχει δώσει ροκ συγκρότημα.

 

Η δημόσια εικόνα του Μέρκιουρι δεν έκρυβε τη σεξουαλικότητά του, αν και ο ίδιος δεν θεωρούσε απαραίτητο να απαντάει στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων, αφήνοντας τους φαν να καταλάβουν το αυτονόητο. Θεωρητικά, αυτή η διγλωσσία θα μπορούσε να αποτελεί από μόνη της ικανό υλικό για τη δραματουργική εξερεύνηση ενός ανθρώπου που προερχόταν από συντηρητική οικογένεια, αγάπησε εγκάρδια μια γυναίκα και διατήρησε πολυετή δεσμό μαζί της και από ένα σημείο κι έπειτα περιπλανήθηκε σε μια διαδρομή που μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ‒ και που οι σεναριογράφοι και ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ μετέφρασαν σε ατελείωτα πάρτι καταπολέμησης της μοναξιάς, εξαρτήσεις από ουσίες, προσκόλληση σε έναν δόλιο σύμβουλο και μια κινηματογραφική συνάντηση με έναν άνδρα που δεν είχε καμία σχέση με το σύμπαν και τα κλισέ της υπερβολής.

 

Το Bohemian Rhapsody, βαφτισμένο από το 6λεπτο συμπίλημα οπερατικών στοιχείων, μεγαλοπιασμένων στοιχείων, μπαλάντας και βαβουριάρικης ροκ, ξεκινάει και τελειώνει με την πιο δυναμική παράσταση των Queen, στο Live Aid, με φουλ τον ήχο και το κοινό στα κάγκελα, σε μία από τις καλύτερες περφόρμανς που έχει δώσει ροκ συγκρότημα.

 

Ο Σίνγκερ απολύθηκε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τα γυρίσματα, και φυσικά το μοντάζ, και ο Ντέξτερ Φλέτσερ (Eddie and the Eagle), που ανέλαβε να ολοκληρώσει, παρέδωσε μια ασταθή, επίπεδη σπέκουλα της ταραχώδους και δημιουργικής περιόδου του Μέρκιουρι που κυλάει γρήγορα, αλλά δεν γίνεται εύκολα πιστευτή.

 

Σανίδα σωτηρίας, και μοναδική πηγή απόλαυσης, είναι ο Ρέμι Μάλεκ, ο Αμερικανο-αιγύπτιος πρωταγωνιστής του Mr Robot. Με τα στρογγυλά του μάτια και το μικρό του δέμας αντικειμενικά δεν μοιάζει με τον Βρετανό τραγουδιστή, μάλιστα μιλάει πιο βραχνά και πιο αργά από εκείνον, και ευτυχώς δεν τραγουδάει ο ίδιος ‒ πώς θα μπορούσε άλλωστε, υιοθετώντας την προσέγγιση της Μαριόν Κοτιγιάρ ως Εντίθ Πιάφ.

 

Φορώντας μια ψεύτικη, πεταχτή οδοντοστοιχία, που στην αρχή αποσπά το βλέμμα, αλλά στη συνέχεια γίνεται ένας ενδιαφέρων διάλογος του ηθοποιού με ένα ελάττωμα που το τονίζει με θράσος και φυσικότητα, ο Μάλεκ απογειώνεται στην εκτέλεση των διάσημων ύμνων του συγκροτήματος και συγκινεί στις χαμηλόφωνες στιγμές της ταινίας.

 

Δαγκώνει και αιχμαλωτίζει ταυτόχρονα, ξεπερνώντας τη μίμηση, όπως αρμόζει στις σπουδαίες ερμηνείες αλλά και στις παγίδες των τετριμμένων διαλόγων και της γενικότερης αμηχανίας μιας ταινίας που μπερδεύει τις ροκ ακρότητες ενός προικισμένου τραγουδιστή με τη δραματοποιημένη μεταφορά της ζωής του.