Όλοι οι διχαστικοί χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν τον Λαρς φον Τρίερ κατά βάση ισχύουν: ιδιοφυής, σαλτιμπάγκος, προκλητικός, ταπεινός, άφαντος και πανταχού παρών, απλός, αδιαπέραστος, καταγγελτικός, αντιαμερικανός, αμερικανόφιλος, βίαιος, μισογύνης, φεμινιστής, καλοπροαίρετος, δαιμονικός και πάει λέγοντας.

 

Δεν χωράει αμφισβήτηση πως είναι το μοναδικό μέλος της ελίτ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που όχι μόνο δεν παίρνει το έργο του τελείως στα σοβαρά αλλά το υπονομεύει μέσα στις ταινίες του, και πέρα από αυτές, στις δηλώσεις που άκομψα εκτοξεύει και αδυνατεί να μαζέψει, σαν κι εκείνη την αλήστου μνήμης ένδειξη κατανόησης προς τον Χίτλερ, που του στοίχισε τον 7ετή αποκλεισμό του από το Φεστιβάλ Καννών και άρθηκε φέτος με τρόπο, αφού το The house that Jack built, ο παραμορφωτικός καθρέφτης της ψυχής του Λαρς, δεν διαγωνίζεται για τον Χρυσό Φοίνικα.

 

Ο Τζακ, ο serial killer πρωταγωνιστής της ταινίας, ο ειλικρινής και φιλότιμος Ματ Ντίλον στον ρόλο, δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Τρίερ. Πάρτε τη λέξη jack, για αρχή: είναι ένα συνηθισμένο, κυρίως αμερικανικό όνομα. Σημαίνει και «γρύλος», και είναι το εργαλείο που στο ξεκίνημα λειτουργεί ως όπλο, αφού ανήκει στην Ούμα Θέρμαν, η οποία ζητάει βοήθεια για το αμάξι της που έμεινε στη μέση του πουθενά και προκαλεί τον Τζακ, τον άνθρωπο που με τον jack τον γρύλο τής σπάει το πρόσωπο ‒ ποιας; Της γυναίκας που επί 4 ώρες έπαιρνε επική εκδίκηση και τσάκιζε τους πάντες στο δίτομο Kill Bill. Επίσης, παραπέμπει στο jack off (κοινώς, τον παίζω) και είναι σίγουρο πως ο Δανός σκηνοθέτης έχει υπ' όψιν του τη μεταφορά της συνήθειας στο σινεμά, αφού, ανάμεσα στους προαναφερθέντες χαρακτηρισμούς, για αρκετούς επικριτές είναι χαϊδευτικά και ο Μεγάλος Αυνάν του κινηματογράφου.

 

Ο Τζακ δεν είναι απλώς ένας τελειωμένος φονιάς αλλά ένας σκηνοθέτης πτωμάτων και ταυτόχρονα ένα ατελές ανθρώπινο ον που προσπαθεί μάταια να ολοκληρώσει το σπίτι που θα τον στεγάσει

 

Ο Τζακ, λοιπόν, επιδίδεται σε απανωτούς φόνους και σε ένα άκρως περιγραφικό μακέλεμα κατά τη διάρκεια της σαρωτικής διαδρομής του μιλά σε έναν γηραιό κύριο σαν να αφηγείται τη ζωή του, να εξηγεί, όσο μπορεί, τις πράξεις του και να ψάχνει το νήμα των κινήτρων του. Η εξομολόγηση θα μπορούσε να απευθύνεται σε έναν ιερέα ή σε έναν ψυχαναλυτή. Το πρόσωπο του μυστηριώδους κυρίου αποκαλύπτεται σε μια παρατεταμένη τρίτη πράξη, στη λύση που δοκιμάζει ο Λαρς φον Τρίερ για να δικαιολογήσει το σισσύφειο βάσανο που τον ταλανίζει, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία της καριέρας του με μια προσωπική, καλλιτεχνική δήλωση.

 

Η ταινία είναι μια ανθολογία του έργου του Δανού, ο οποίος μάλιστα δεν διστάζει να παραθέσει αποσπάσματα των ταινιών του σε μια συμπυκνωμένη σεκάνς της εικονογραφίας της ανθρώπινης κατάστασης. Ο δε Τζακ δεν είναι απλώς ένας τελειωμένος φονιάς αλλά ένας σκηνοθέτης πτωμάτων και ταυτόχρονα ένα ατελές ανθρώπινο ον που προσπαθεί μάταια να ολοκληρώσει το σπίτι που θα τον στεγάσει ‒ ένας μηχανικός που ποζάρει ως αρχιτέκτονας, ως ο οραματιστής σκηνοθέτης που δοκιμάζει πολλές εναλλακτικές λύσεις, αλλά, αν είναι πραγματικά ανήσυχος και ευαίσθητος, στέγη πάνω από το κεφάλι του δεν θα βάλει ποτέ, και λόγω της ανικανότητάς του να χτίσει πραγματικά, και λόγω της πάλης που δίνει με τις αμφίρροπες δυνάμεις που τον καθορίζουν και τον μπερδεύουν.

 

Σε πρώτη ματιά, το The house that Jack built είναι μια ταινία για τη βία και μια μεταφορά για τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, την οπλοχρησία και ούτω καθεξής. Εύκολη εξήγηση, τοποθετημένη στρατηγικά στην επικαιρότητα, αλλά όχι αρκετά πλήρης ή εύστοχη. Ο Τρίερ έχει πραγματευτεί καλύτερα και δραματικότερα τη βία, και σίγουρα πιο πρωτότυπα.

 

Η δεύτερη ερμηνεία είναι πως το φιλμ είναι μια αλληγορία για την Τέχνη. Κάποιες «ζωγραφικές» σκηνές και η προβληματική του serial killer ως καλλιτέχνη στα δικά του μάτια, από τη στιγμή που μέχρι να περατώσει το έργο ζωής θα αφήσει θύματα και δυστυχία στο διάβα του, κάνουν πιο δόκιμη τη σκέψη.

 

Σε πρώτη ματιά, το The house that Jack built είναι μια ταινία για τη βία και μια μεταφορά για τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, την οπλοχρησία και ούτω καθεξής.

Ωστόσο, όλα τα συγκαλυμμένα στοιχεία που απλώνονται στην πλοκή συνηγορούν στην πιο απλή εκδοχή της υπόθεσης: ο Τζακ δεν έχει συνείδηση και ο Λαρς αναρωτιέται γιατί κανείς δεν τον ακούει τόσον καιρό, κανείς δεν έχει προσέξει πως ζητάει βοήθεια (ή τιμωρία) και κανείς δεν έχει εμποδίσει πραγματικά τους «φόνους» του.

 

Όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις του Τζακ στα θύματά του, οι ανατριχιαστικές αναβαθμίσεις της όψης του θανάτου, τα ψυχαναγκαστικά του ρίσκα που μένουν ατιμώρητα, το σοκ που προκαλεί εσκεμμένα για να τραβήξει το ενδιαφέρον, δεν είναι παρά μια ασταμάτητη πρόβα του μεγάλου Ενοχικού για την ύστατη ποινή, το τέλος.

 

Επίσης, πρόκειται για ένα δίωρο rewind του έξυπνου και πονηρού όσο ποτέ άλλοτε σκηνοθέτη που, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή, δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει, παρά κάνει μια αναδρομή στα κινηματογραφικά και προσωπικά θέματά του.