Όταν ο Πύργος της Κολάσεως του Τζον Γκίλερμιν, με κορυφαίο καστ (Πολ Νιούμαν, Στιβ Μακουίν) έσκιζε σε εισπράξεις το 1974, αποσπώντας μάλιστα 8 υποψηφιότητες για Όσκαρ (μεταξύ άλλων και καλύτερης ταινίας!), το αμερικανικό σινεμά βρισκόταν στο απόγειο των disaster movies, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Σεισμό και την Περιπέτεια του Ποσειδώνα, αλλά και το Διεθνές Αεροδρόμιο που είχε ανοίξει τον δρόμο, ακριβώς στο ξεκίνημα της δεκαετίας.

 

Κατά κάποιον τρόπο οι παραγωγές υπερέβαιναν τη σκηνοθετική υπογραφή, η καινούργια τεχνολογία τέσταρε τις δυνατότητές της, οι αίθουσες προσάρμοζαν τα οπτικοακουστικά τους συστήματα, οι ηθοποιοί σιγοντάριζαν τη μόδα, όπως οι προκάτοχοί τους στις πολεμικές και βιβλικές υπερπαραγωγές, και το είδος προθέρμαινε το τσουνάμι των blockbusters που θα ακολουθούσε.

 

Μισό αιώνα αργότερα, μια ταινία καταστροφής είναι απλώς μια κουκκίδα στα παρακλάδια του μαζικού σινεμά ή, καλύτερα, του πολυέξοδου κινηματογράφου για τις μάζες που πλέον χωρίζεται σε πολλές κατηγορίες, με θολά τα σύνορα μεταξύ του φανταστικού και του ρεαλισμού.

 

Βάζοντας τον Ντουέιν Τζόνσον να πρωταγωνιστήσει στον Ουρανοξύστη, οι παραγωγοί έχουν στα χέρια τους ένα σίγουρο εργαλείο, πρότυπο ηθικής, συνεπώς φαβορί στο πλασάρισμα οικογενειακής ταινίας.

 

Βάζοντας τον Ντουέιν Τζόνσον να πρωταγωνιστήσει στον Ουρανοξύστη, οι παραγωγοί έχουν στα χέρια τους ένα σίγουρο εργαλείο, πρότυπο ηθικής, συνεπώς φαβορί στο πλασάρισμα οικογενειακής ταινίας, με ατσάλινο κορμί ικανό να στηρίξει υπερβολές στην πλοκή, ακόμα κι αν εδώ έχει ένα πόδι, διότι το άλλο το έχασε σε μια ατυχή επιδρομή διάσωσης που παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας.

 

Έστω κι έτσι, ο όνομα και πράμα Rock είναι εξωπραγματικά δυνατός Superman, εντυπωσιακά αναρριχητικός Spiderman και τεχνικά εφευρετικός Iron Man στην οικεία, καλόκαρδη, καθόλου κυνική συσκευασία του ενός, χωρίς φτερά και κάπα, με δίδυμα παιδάκια και έξυπνη, θαρραλέα σύζυγο, με αξιοζήλευτη αυταπάρνηση και ψυχραιμία ‒ ένας υπερήρωας χωρίς αξεσουάρ στη βαριά από συμβολισμούς και πατέντες εποχή της Marvel και της DC.

 

Η απερίσπαστη τιμιότητά του τον διαφοροποιεί από τον πιο ειρωνικό Μπρους Γουίλις, την ίδια στιγμή που ο Ουρανοξύστης μοιάζει πολύ με το Πολύ σκληρός για να πεθάνει. Στο δυσθεώρητο κτιριακό μεγαθήριο στο Χονγκ Κονγκ καλείται να βρει την άκρη όταν μια ομάδα κακοποιών επιχειρεί να κάψει το όρθιο χιλιόμετρο, μπερδεύοντας τη hi-tech ασφάλεια και φέρνοντας σε αμυντική θέση των Ασιάτη ιδιοκτήτη και κατασκευαστή (έναν αγέλαστο οραματιστή με πολλά μυστικά και κι έναν θανάσιμο εχθρό), ταμπουρωμένο στο εφιαλτικό κατασκεύασμά του, ακριβώς όπως συνέβη με τους καλεσμένους στον ατσάλινο Τιτανικό του Towering Inferno.

 

Το σενάριο βρίθει υπερβολικών φιτιλιών, ο Τζόνσον κάνει τα πιο εξωφρενικά πράγματα να φαίνονται βατά και η τελική σκηνή είναι ένας ενδιαφέρων, αν και παρατεταμένος, φόρος τιμής στην περίφημη σκηνή με τους καθρέφτες από το Enter the Dragon, το κλασικό καράτε movie του Κράουζε με τον Μπρους Λι.

 

Ο Αμερικανός ηθοποιός, ωστόσο, φαίνεται εγκλωβισμένος σε μια περσόνα που καλλιεργεί συστηματικά και η οποία προεξοφλεί την εξέλιξη και το φινάλε των ταινιών του, εξαργυρώνοντας τη θετική του ποιότητα.