Σε μια ακόμη εφαρμογή του δικού του «τόσο μακριά, τόσο κοντά», ο Βιμ Βέντερς καταπιάνεται με ένα σύντομο, δυνατότερο ρομάντσο ανάμεσα στην Ντανιέλ, μια ερευνήτρια έμβιων οργανισμών στον βυθό των ωκεανών, και του Τζέιμς, ενός κατασκόπου από τη Σκωτία, ο οποίος κινείται στην Αφρική με μυστική ταυτότητα.

 

Η απουσία είναι εντονότερη στην ατζέντα του Γερμανού σκηνοθέτη, αλλά ο τρόπος που επιλέγει να παραλληλίσει τη δράση κουράζει και αποπροσανατολίζει με τη στοχαστικότητα και την επίμονη συμβολική αναφορά στο υδάτινο στοιχείο.

 

Η Ντανιέλ ξοδεύει ατελείωτες ώρες και ημέρες πριν επιβιβαστεί στο υποβρύχιο για τα βάθη του Ατλαντικού και ο Τζέιμς είναι αιχμάλωτος τζιχαντιστών και ανταλλάσσει ανθρωπιστικές κουβέντες με γεωπολιτικό νόημα με έναν γιατρό που λειτουργεί ως πρόσχημα για το φιλότιμο ‒ έναντι του φονταμενταλισμού φυσικά.

 

Σε αναδρομή παρακολουθούμε το καλύτερο κομμάτι της ταινίας, δηλαδή τα κοντινά της Αλίσια Βικάντερ και του Τζέιμς Μακαβόι να δίνουν υπόσταση σε δυο ψυχές που συναντιούνται τυχαία και μοιραία σε μια ειδυλλιακά χειμωνιάτικη παραλία της Γαλλίας και όλο το υπόλοιπο διάστημα, σπαρμένο μέσα στις δύο ώρες, κυριαρχεί το κοινωνικό σενάριο με ψήγματα θρίλερ και ελάχιστο σασπένς.