Μετά τη στραβοτιμονιά του Labor Day, ο καθόλα συνεπής, ακόμη νέος και πάντα ενδιαφέρων σκηνοθέτης σύγχρονων dramedies Τζέισον Ράιτμαν επιστρέφει με ένα πρωτότυπο πορτρέτο της μητρότητας μέσα από τον χαρακτήρα της Μάρλο, μητέρας δύο παιδιών που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης με τη γέννηση του τρίτου της παιδιού.

 

Θηλάζει, ξενυχτάει, τρέχει από το πρωί ως το βράδυ μέσα στο σπίτι, όταν δεν πρέπει να βγει για να κάνει τις δουλειές, για το σπίτι πάντα. Ο σύζυγός της, καλόκαρδος και γλυκός, εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένεια και, επιστρέφοντας, σκοτώνει ζόμπι στον υπολογιστή και ξεραίνεται στον ύπνο.

 

Η ταινία λειτουργεί ως καθρέφτης για το concept και τις προκαταλήψεις γύρω από την ιδεατή οικογένεια: ενώ αποφεύγει τα κλισέ των άκρων, τη βία και την επιθετικότητα, ανοίγει έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ της πρωταγωνίστριας και του θεατή πάνω στο θέμα της επιλόχειας κατάθλιψης χωρίς την εύκολη μιζέρια.

Ο πλούσιος αδελφός του πληρώνει τα έξοδα για να έρθει μια νυχτερινή νταντά και να ξεκουράσει τη Μάρλο, η οποία στην αρχή αρνείται, αλλά μετά από ωριμότερη σκέψη βρίσκει το τηλέφωνο και αποφασίζει να τη δοκιμάσει.

 

Η Τάλι είναι νεαρή και σέξι, μια φοιτήτρια με πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και έμφυτη περιέργεια, όρεξη και αντοχή, σωστό δώρο στην αρχικά καχύποπτη Μάρλο, που στο πρόσωπό της βλέπει περισσότερο μια φίλη που την υποστηρίζει, της μοιάζει και την καταλαβαίνει παρά μια τυπική επαγγελματία που περνάει τα βράδια της σε ξένο σπίτι αποκλειστικά για τα χρήματα.

 

Η δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες είναι εξαιρετικά γραμμένη από την Ντιάμπλο Κόουντι, τα σενάρια της οποίας, όπως αυτά του Juno και του παραγνωρισμένου Young Adult, βρίσκουν ιδανικούς παρτενέρ τον ρυθμό και την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα που καταφέρνει αβίαστα ο Ράιτμαν ‒ η αλήθεια είναι πως τη μοναδική φορά που ο Καναδός δημιουργός δεν σκηνοθέτησε ένα από τα φιλόδοξα σενάριά της, το Jennifer's Body, η ειρωνεία που επιδίωκε η έξυπνη αλληγορία μέσα από τη φρίκη και την κωμωδία ούτε τρόμαξε ούτε διασκέδασε επαρκώς.

 

Στο Tully, η Κόουντι καταλαβαίνει τι σημαίνει για μια γυναίκα να βιώνει για τρίτη φορά, και φαρμακερή, το καθημερινό άχθος ενός μωρού στο σώμα και τη διάθεσή της και ο Ράιτμαν ξέρει πότε να σταθεί και να παρακολουθήσει τις μεταπτώσεις και πότε να επιταχύνει για να περάσει στον επόμενο δραματικό σταθμό και να προχωρήσει την πλοκή.

 

Η ταινία λειτουργεί ως καθρέφτης για το concept και τις προκαταλήψεις γύρω από την ιδεατή οικογένεια: ενώ αποφεύγει τα κλισέ των άκρων, τη βία και την επιθετικότητα, ανοίγει έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ της πρωταγωνίστριας και του θεατή πάνω στο θέμα της επιλόχειας κατάθλιψης χωρίς την εύκολη μιζέρια.

 

Αντί να βάζει ένα ζευγάρι να ξεσκίζεται και να χωρίζει ή να οπλίσει την τρελαμένη και αβοήθητη μητέρα με ένα όπλο για να εκδικηθεί όποιον νομίζει πως της φταίει, επινοεί έναν χαρισματικό επισκέπτη (τη φρέσκια και «καθαρή» Μακένζι Ντέιβις που ξεχώρισε στο Breathe In και στο Blade Runner 2049) για να αναστατώσει δημιουργικά, σε έναν τέλεια συμπληρωματικό ρόλο που κρύβει μια μεγάλη έκπληξη.

 

Όπως η Τάλι είναι το μάννα για την απελπισμένη μάνα, έτσι η Θερόν είναι η τέλεια επιλογή για τον ρόλο μια γυναίκας που έχει απολέσει την ταυτότητά της και δεν βλέπει φως στο τούνελ.

Όπως η Τάλι είναι το μάννα για την απελπισμένη μάνα, έτσι η Θερόν είναι η τέλεια επιλογή για τον ρόλο μια γυναίκας που έχει απολέσει την ταυτότητά της και δεν βλέπει φως στο τούνελ.

 

Βάζοντας και πάλι 15 κιλά, όπως αρκετά χρόνια νωρίτερα για το Monster, με διαμετρικά αντίθετες απαιτήσεις σε επίπεδο υποκριτικής ωστόσο, η Νοτιοαφρικανή ηθοποιός διασχίζει φυσικά και πειστικά τα στάδια της αυτολύπησης και της παραίτησης μιας νέας γυναίκας που στα δικά της μάτια φαίνεται μια σκιά του παλιού της εαυτού, αδυνατώντας να σκεφτεί έναν τρόπο για να επανέλθει.

 

Επιπρόσθετα, χτυπάει καίρια στις εξάρσεις της Μάρλο, όπως στη συνάντηση με τη διευθύντρια του δημοτικού που της προτείνει να αλλάξει σχολείο ο υπερκινητικός γιος της, αλλά και στην αισιόδοξη μεταστροφή της, όταν με τη βοήθεια της Τάλι συνέρχεται από τη μόνιμη κόπωση, θυμάται ποια είναι και αποκτά επαφή με το ζωοφόρο συναίσθημα της επιθυμίας.

 

Μοναδική ένσταση, ο υπαινιγμός για την ψυχική ασθένεια που προφανώς και πρέπει να διακρίνεται από την παροδική φάση του postpartum depression και δεν δικαιολογείται απόλυτα στην ταινία, ούτε και με το υπέροχο twist του φινάλε.