Tη δεκαετία του '90, οι Τζόελ και Ίθαν Κοέν προσπάθησαν να σκηνοθετήσουν ένα δικό τους σενάριο, εντελώς genre, κάπου ανάμεσα στο στυλ του Μόνο Αίμα και του Καυτού Απορρήτου. Θα το τοποθετούσαν στα '80s, με βία, σκοτωμούς και φαρμακώματα, σε ένα τυπικό, ανώνυμο προάστιο της Αμερικής, και ο Τζορτζ Κλούνι θα έπαιζε έναν μικρό, αλλά κρίσιμο στην ενέργεια της πλοκής ρόλο, εκείνον του ασφαλιστή. Περιέργως, τίποτε από αυτά δεν έγινε και τα αδέλφια το εγκατέλειψαν ανεπιστρεπτί. Αλλά ο Κλούνι, συνεργάτης και πολύ φίλος τους, δεν το ξέχασε. Το πήρε μαζί με τον συμπαραγωγό και συνσεναριογράφο του, τον Γκραντ Χέσλοφ, το μετατόπισε χρονικά στα τέλη των '50s, πρότεινε τον επίσης φίλο του Ματ Ντέιμον και την Τζουλιάν Μουρ για να ενσαρκώσουν το ζευγάρι που άτσαλα παραγγέλνει φόνους και υπονομεύει το μέλλον του αθώου μικρού γιου-παρατηρητή, έδωσε τον χαρακτήρα του ασφαλιστή στον ανερχόμενο και εξαιρετικό Όσκαρ Άιζακ και κυρίως πρόσθεσε εμβόλιμα μια παράλληλη ιστορία ενός ζευγαριού μαύρων με ένα αγόρι που μετακομίζουν στο λευκό προάστιο και κινδυνεύουν με λιντσάρισμα, για να το φέρει πιο κοντά στην κοινωνική προβληματική του.

 

Το Suburbicon δεν είναι τίποτε άλλο από το νόμιμο παρακράτος που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Πόλεμο, με τα προάστια που ξεφύτρωσαν σαν δηλητηριώδη μανιτάρια και ισοπέδωσαν, αντί να αναδείξουν, τη μεσαία τάξη.

Η ταινία διατηρεί τον ευδιάκριτα κοενικό μισανθρωπισμό και τη φαταλιστική προσέγγιση στη σειρά των θαυμαστών και απεχθών συμπτώσεων που λέμε «ζωή» και αποκτά διάσταση εκτός του γνωστού κινηματογραφικού είδους (αυτού του b movie remix του σκληροτράχηλου πυρήνα του παλιού Χόλιγουντ) με έναν, ευτυχώς, λεπτό παραλληλισμό του ρατσισμού της εποχής με το κυρίως στόρι. Μετά από δύο συναπτές αποτυχίες, το Leatherheads που δεν είδε κανείς και το Monuments Men που ήθελε να πει κάτι σημαντικό, αλλά το αφηγήθηκε χωρίς κανένα γούστο, ο Κλούνι θυμήθηκε πόσο καλός σκηνοθέτης μπορεί να είναι και επανέρχεται στη φόρμα της πρώτης φάσης της σκηνοθετικής του καριέρας με τις Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού, το Καληνύχτα και καλή τύχη και τις Ειδούς του Μαρτίου. Ποιο είναι το ταλέντο του; Να επικοινωνεί τις προοδευτικές του απόψεις ανάμεσα στις γραμμές των σεναρίων του και στις εικόνες που συνθέτει για χάρη της αφήγησης που εξυπηρετεί στενά το στόρι. Με το Suburbicon βελτιώνει το οπτικό κομμάτι, διατηρώντας την αιχμή του στο σενάριο, και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να δώσει παραπάνω έμφαση. Επιπρόσθετα, δανείζεται τον κατάμαυρο, ξερό αστεϊσμό των Κοέν, κάτι που έχει μάθει πολύ καλά μετά από τόσες φορές που έχει παίξει τον ηλίθιο για χάρη τους. Ενώ είναι κατά βάση ένας ακαδημαϊκός σκηνοθέτης, αγαπά τη σβελτάδα στον ρυθμό και τη σκοτεινιά των ηρώων, σαν να παντρεύει τον Γουάιλερ και τον Ζίνεμαν, με τη στιβαρότητα και τη δομή τους, με τους «μουσάτους» σκηνοθέτες της δεκαετίας του '70, κυρίως τους πολιτικοποιημένους, σαν τον Πάκουλα. Το Suburbicon δεν είναι τίποτε άλλο από το νόμιμο παρακράτος που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Πόλεμο, με τα προάστια που ξεφύτρωσαν σαν δηλητηριώδη μανιτάρια και ισοπέδωσαν, αντί να αναδείξουν, τη μεσαία τάξη. Στην κοιλιά τους έβραζαν οι κοινωνικές διακρίσεις και από τα σπλάχνα τους εξερράγησαν οι διαφορές, ασχέτως τού αν οι ιστορικές συμπλοκές πραγματοποιήθηκαν στα μητροπολιτικά κέντρα.