Το κόμικ της Μαρζάν Σατραπί μεταμορφώθηκε σε ασπρόμαυρη ταινία κινουμένων σχεδίων με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, πολιτική οξυδέρκεια και ιστορική μνήμη που θα προκαλέσει σινεφίλ ευφορία, καθαρόαιμη ψυχαγωγία στους απληροφόρητους περί του καλτ που συνοδεύει το Persepolis και απανωτά νοσταλγικά ταξίδια στους 40άρηδες, με τις σοκαριστικές ομοιότητες της Τεχεράνης του ‘78 με την Κυψέλη και το Πέραμα - φαντάζομαι και τη Λιόν και την Αντίς Αμπέμπα.

Και από εκεί ξεκινώ, δηλαδή από την αρχή της ταινίας με τη μικρή που ακούει Abba, πανκ και μέταλ και θέλει να γίνει Μπρους Λι και προφήτης μαζί! Πόσο μακριά αλλά και πόσο δίπλα μας βρίσκεται αυτή η ιστορία. Έχοντας την ίδια ηλικία με τη Σατραπί, θυμάμαι καθαρά το διχασμό της γενιάς εκείνης της εποχής, στα τέλη των ‘70s, που στριμωχνόταν στα ροκ, στις γηπεδικές συναυλίες, στα έντεχνα και τα καρεκλάδικα, τους Ρηγάδες και τις χριστιανικές καταβολές με τα κατηχητικά και τις ψαλμωδίες, τα όψιμα ψήγματα της απελευθέρωσης, αμήχανα σκορπισμένα στα ταμπού και τις κατευθυνόμενες πανεπιστημιακές ιδεολογίες, τη ζαλισμένη πολιτικοποίηση και την αποφορά της αστυνόμευσης. Είμαστε κι εμείς ένας ζεστός και σχιζοφρενικός λαός, σαν τους Πέρσες, παλιός και συνδεδεμένος με το Θεό και το πλούσιο και βαρύ παρελθόν του, αλλά και τα προβλήματα με τους γείτονες και τις εξαρτήσεις του. Εμείς πήραμε το δρόμο της Ευρώπης (ας πούμε) και εκείνοι της μπούρκας.

Η Σατραπί μεγάλωσε με την αμερικανοπληξία του Σάχη και στην ηλικία της τρέλας της πλάκωσε ο Χομεϊνί. Βλέποντας πως ένας θείος της σκοτώθηκε, εστάλη πακέτο στη Βιέννη όπου δεν άντεξε, γιατί οι άλλοι δεν την άντεχαν. Ήταν βραχνάς μουσουλμανικός και αλλόκοτος, εκπροσωπούσε την οπισθοδρόμηση. Ποια; Αυτή που πριν από λίγο καιρό άκουγε πανκ και λάτρευε τα ίδια πράγματα με εκείνους. Ώσπου ξαναγύρισε, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε να ενταχτεί. Δεν ανήκε ούτε στη χώρα που τη γέννησε, ούτε στη φιλελεύθερη Δύση που αρνιόταν να την αντιμετωπίσει ως ξεχωριστή μονάδα. Πήρε των ομματιών της και μετακόμισε στη Γαλλία, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο. Ως γραφίστρια, εκφράστηκε με τη σειρά κόμικ που μεταφέρθηκε στο σινεμά και τώρα εκπροσωπεί την άναδοχη πατρίδα της στα ξενόγλωσσα Όσκαρ - αν και κατά βάση η πατρίδα της Μαρζάν είναι ο εαυτός της.

Η διαδρομή της Μαρζάν Σατραπί είναι συναρπαστική και όμορη με την αντίστοιχη πολλών ανθρώπων της γενιάς της, νοερά και ιδεολογικά. Η επιλογή της να καταγράψει την περιπέτειά της σαν ένα χιουμοριστικό παραμύθι χωρίς χρώματα είναι, πιστεύω, εξαιρετικά ταιριαστή με τη σύμπτυξη των δύο πολιτισμών που ενυπάρχουν σ' αυτήν. Η ανατολίτικη στωικότητα στην αφήγηση παντρεύεται με τη στακάτη ροκ οπτική στην εικονογράφηση και το αποτέλεσμα είναι ένα χρονικό γεμάτο ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, προσωπικό και ολοκληρωμένο. Τον τόνο δίνουν οι φωνές των τριών γενεών των γυναικών που ακούγονται στην ταινία, της Μαστρογιάνι, της Ντενέβ και της Ντανιέλ Νταριέ στο ρόλο της γιαγιάς. Οι σκιές λουφάζουν μέσα σε μια επικίνδυνη σιωπή και οι εκρήξεις της εφηβικής αισιοδοξίας τρακάρουν στις ανατροπές της ιδεολογικής σύγχυσης. Υπάρχει αψάδα και τρέλα στην ταινία. Το πνεύμα της παίρνει φόρα με τη δεινότητα του συν-σκηνοθέτη Παρονό. Μπορεί να προσβλήθηκαν οι μουλάδες, αλλά αυτοί δαιμονίζονται ακόμη και σήμερα με πράγματα που θα έκαναν οποιοδήποτε νοήμονα άνθρωπο να ντρέπεται.

Το Περσέπολις δεν είναι παίξε γέλασε, απλώς αυτοσυστήνεται με έναν υπόγειο σουρεαλισμό που το βοηθά να επικοινωνήσει με όλον τον κόσμο. Η Σατραπί απίθωσε την ανένταχτη φύση της στην κυνηγημένη ατομικότητά της, (ένα χαρακτηριστικό ποινικά κολάσιμο σε θεοφοβούμενες κοινωνίες και ηθικά κατακριτέο σε επαρχιακές νοοτροπίες), αποδεικνύοντας πως ο κοσμοπολιτισμός δεν φοράει αναγκαστικά την ηλιοκαμένη μάσκα ενός επιτυχημένου πλεϊμπόι. Βγαίνει και σε νουμεράκι λιγότερο τουριστικό, με επινοητικότητα και κρυφούς χυμούς.