Κάπου ανάμεσα στο σήμερα και στο 1914, οπότε και διαδραματίζεται, μοιάζει να έχει γυριστεί η μεγαλοπρεπής σε κλίμακα και εμφατικά παλιομοδίτικη δραματική περιπέτεια του Τέρι Τζορτζ, του Ιρλανδού σεναριογράφου (Εις το όνομα του πατρός) και σκηνοθέτη (Hotel Rwanda), ο οποίος ανέλαβε να αποκαλύψει, με χολιγουντιανές διαστάσεις, τη γενοκτονία των Αρμενίων μέσα από βασικά αληθινά περιστατικά. Την (πολλαπλή) Μεγάλη Υπόσχεση δίνει ο σπουδαστής της ιατρικής Μάικλ, όταν συναντά την επίσης αρμενικής καταγωγής όμορφη δασκάλα Άνα στην Κωνσταντινούπολη και διστάζει να τη διεκδικήσει, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τον φίλο της, έναν Αμερικανό φωτορεπόρτερ. Ο Κρίστιαν Μπέιλ υποδύεται τον βαρύ, θυμωμένο και συνήθως μεθυσμένο Κρις, ο οποίος μαζεύει ενοχοποιητικό υλικό για τις φονικές και παράνομες εκκαθαρίσεις των Τούρκων και βλέπει την υπόθεση να γιγαντώνεται και ταυτόχρονα την αγαπημένη του να απομακρύνεται. Ο σκοπός είναι ιερός, ωστόσο η αποστολή διάσωσης επίπονη, ο πόνος αβάσταχτος, συνεπώς ο Τέρι Τζορτζ δεν θα μπορούσε παρά να πάρει πολύ σοβαρά την ταινία. Από την αρχή επέλεξε το πιο ακαδημαϊκό ύφος που έχουμε δει σε μεγάλη παραγωγή εδώ και πολύ καιρό και στην πορεία το ενδιαφέρον για το ζευγάρι εξατμίζεται (ή, καλύτερα, δεν ενδιαφέρει πραγματικά, εκτός από μια καλογυρισμένη σκηνή ζυγιασμένης προσέγγισης των δυο τους) μπροστά στο μέγεθος της εξόδου ενός λαού προς την ελευθερία. Πιο στρογγυλεμένο και γενικόλογο, αλλά λιγότερο τολμηρό καλλιτεχνικά από το ελλιπές Cut του Φατίχ Ακίν και το Αραράτ του Ατόμ Εγκογιάν, το φιλμ προδίδει την αδυναμία πρωτότυπης δραματικής προσέγγισης ενός τρομακτικού ιστορικού γεγονότος, ειδικά σε σύγκριση με το πολυποίκιλα τεκμηριωμένο πογκρόμ των Εβραίων. Αν το καλοσκεφτούμε, οι Αρμένιοι δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν μεμονωμένη ταυτότητα ως χαρακτήρες στην 120 ετών διαδρομή του σινεμά στη λαϊκή κουλτούρα και τώρα, μετά τη μαύρη επέτειο του 2015, προσπαθούν να καλύψουν το χαμένο έδαφος.