Aπό τα πρώτα δευτερόλεπτα του «Ταξιδιού στην Ισπανία» νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ασφαλή χέρια. Αν όχι λόγω της χαρακτηριστικής βραχνάδας του Λούις Άρμστρονγκ που αφηγείται τις περιπέτειές του μια μέρα με ομίχλη στην πόλη του Λονδίνου, τότε επειδή αντικρίζεις εκ νέου δύο γνώριμες φιγούρες, με τις οποίες έχεις περάσει καλά στο παρελθόν. Ο λόγος για τους Βρετανούς κωμικούς Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιτον που υποδύονται δύο εκδοχές του πραγματικού τους εαυτού στα γαστρονομικά κινηματογραφικά ταξίδια του Μάικλ Γουιντερμπότομ. Πρόκειται για ένα έργο εν εξελίξει, όχι πολύ μακριά σε φιλοσοφία από την τριλογία «Πριν το ξημέρωμα» του Λινκλέιτερ, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να συνεχίζεται επ' αόριστον. Το εγχείρημα αυτό μόνο ματαιόδοξο δεν είναι. Υπάρχει περίσσια διάθεση αυτοκριτικής και από τους δύο ηθοποιούς: ο Κούγκαν έχει την ανάγκη να είναι εκείνος που ξέρει περισσότερα, ο Μπράιτον μοιάζει να μπορεί να εκφραστεί μόνο μιμούμενος άλλους. Η συμπεριφορά αμφότερων κατά βάθος στοχεύει στην αποδοχή και εκεί είναι όπου καθένας μπορεί να αναγνωρίσει δικά του στοιχεία. Παρακολουθώντας τις ταινίες αυτές ποτέ δεν νιώθεις ότι βλέπεις δύο φτασμένους αστέρες να καμώνονται πως έχουν προβλήματα, παρά μόνο δύο ανθρώπους με αδυναμίες και οικείες ανάγκες, εξίσου επιρρεπείς απέναντι στον χρόνο, όπως όλοι. Βοηθά, φυσικά, που κανείς από τους δύο δεν είναι ακριβώς «φτασμένος», αν και θα το επιθυμούσε πολύ.

 

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο άντρες δεν κοπάζει ποτέ, ενώ οι κριτικές τους στα πιάτα που δοκιμάζουν είναι επουσιώδεις – δεν είμαστε εδώ για το φαγητό άλλωστε.

 

Στη νέα τους διαδρομή γευσιγνωσίας οι Κούγκαν και Μπράιτον επισκέπτονται το βασίλειο της Ισπανίας. Στο προηγούμενο ταξίδι ο Γουιντερμπότομ εστίαζε στον Μπράιτον, εδώ το κέντρο βάρους μετατίθεται στον Κούγκαν, ο οποίος τέσσερα χρόνια μετά την υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου για το «Philomena» δεν έχει αποκτήσει ακόμα τη θέση που περίμενε στο Χόλιγουντ. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο άντρες δεν κοπάζει ποτέ, ενώ οι κριτικές τους στα πιάτα που δοκιμάζουν είναι επουσιώδεις – δεν είμαστε εδώ για το φαγητό άλλωστε. Οι μιμήσεις έχουν και πάλι την πρωτοκαθεδρία, συχνά προκαλούν γέλιο μέχρι δακρύων, η ιδιαιτερότητα, όμως, εδώ είναι πως αρκετά από τα πρόσωπα που μιμούνται οι κωμικοί, όπως ο Ρότζερ Μουρ ή ο Τζον Χερτ, στο μεταξύ έχουν φύγει από τη ζωή. Αυτή η δυσάρεστη, εξω-κινηματογραφική εξέλιξη εντείνει την αίσθηση μελαγχολίας που διέπει το φιλμ.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επίμονες αναφορές στον «Δον Κιχώτη». Δεν είναι μόνο η τοποθεσία που επιβάλλει τον συσχετισμό με τα γραπτά του Θερβάντες, φαίνεται πως ο Γουιντερμπότομ βρίσκει κοινά στοιχεία ανάμεσα στα δύο έργα, καθώς μοιράζονται το μοτίβο της απόστασης της επιθυμίας από την πραγματικότητα. Διόλου τυχαία θα κλείσει την ταινία του με το τραγούδι «Windmills of your mind», που έχουν τραγουδήσει και νωρίτερα a cappella οι Κούγκαν και Μπράιτον στoν τετράτροχο Ροσινάντε τους. Μπορεί αρχικά να φαντάζει σαν ένα απλό κλείσιμο του ματιού, στο φινάλε όμως το τραγούδι αποκτά μια διάσταση τελείως διαφορετική από εκείνη που είχε στην «Υπόθεση Τόμας Κράουν», όπου το πρωτογνωρίσαμε.