Το φιλόδοξο σχέδιο του Ρίντλεϊ Σκοτ για τα τέσσερα φιλμ που θα μας οδηγήσουν χρονικά στο Alien του 1979, την ταινία που μαζί με το Blade Runner τον έβαλαν από νωρίς στους μεγάλους της κινηματογραφικής ιστορίας, συνεχίζεται κανονικά με τη δεύτερη περιπέτειά του, που συμβαίνει δέκα περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα του Προμηθέα. Στο ξεκίνημά της, πάντως, βλέπουμε μια σκηνή που προηγείται της πρώτης ταινίας, τη δημιουργία του ανδροειδούς Ντέιβιντ, που πρωταγωνιστούσε σε αυτήν και αν θυμάστε είχε επιζήσει από τα όσα καταστροφικά συνέβησαν στο τέλος της. Η παρουσία αυτής της σκηνής μάς προετοιμάζει πως κάπου στην πορεία του Covenant θα συναντήσουμε τον Ντέιβιντ, αν και το πλήρωμα του νέου αυτού σκάφους έχει τον Γουόλτερ, έναν πανομοιότυπο οπτικά βοηθό, με λειτουργικές διορθώσεις σε σχέση με τους προηγούμενους, οπότε ετοιμαστείτε για αρκετή δόση Μάικλ Φασμπέντερ λόγω του διπλού ρόλου. Η εναρκτήρια σκηνή όμως μας προετοιμάζει και για ένα θέμα που φαινόταν πως θα έθιγε ο Προμηθέας, αλλά το παράτησε κάπου στην πορεία, τη φύση δηλαδή της Δημιουργίας και τη σχέση του Δημιουργού με το έργο του.

 

Εδώ κρατά το ίδιο ύφος από το ξεκίνημα της περιπέτειας, παραδίδοντας κάτι που μοιάζει με περήφανο b-movie που δεν φοβάται το φλερτ με το gore που φέρνει μια σειρά από σκληρές εικόνες.

 

Σε αντίθεση με το πρώτο Alien αλλά και τον Προμηθέα, το σκάφος της τωρινής ταινίας δεν αποτελείται από επιστήμονες, μελετητές άγνωστων σημείων του Διαστήματος. Η μελέτη εδώ έχει γίνει ήδη και στο Covenant βρίσκεται ένα μικρό πλήρωμα που κρατά κοιμισμένα γύρω στα 200 άτομα, για να αποικηθεί ένας νέος πλανήτης. Τα μέλη του πληρώματος ξυπνούν απότομα όταν ένα ατυχές γεγονός αφήνει πίσω του κάποια θύματα και το σοκ του γεγονότος τούς οδηγεί στο να πάρουν τη μία λάθος απόφαση πίσω από την άλλη, όπως π.χ. να αλλάξουν ρότα και να κατευθυνθούν σε έναν πολύ κοντινότερο πλανήτη που βρήκαν τυχαία, λόγω ενός σήματος που μεταδόθηκε εκεί, και μοιάζει ιδανικός. Ήδη, μετά την κάθοδο, οι πρώτες εικόνες του μοιάζουν μαγικές, αν και η πλούσια χλωρίδα του αντισταθμίζεται από την πλήρη (και ύποπτη) απουσία πανίδας.

 

Σεναριακά, αποκαλύπτονται στοιχεία για το πώς αυτό το πλάσμα έχει δημιουργηθεί αλλά και τι συνέβη στο χρονικό κενό ανάμεσα στον Προμηθέα και την τωρινή ταινία, θέματα που μαζί με την καλογυρισμένη δράση μπορούν να ικανοποιήσουν τους θαυμαστές της σειράς.

 

Όσα συμβαίνουν στον πλανήτη είναι μια βελτίωση για τον Σκοτ σε σχέση με όσα έκανε στον Προμηθέα. Εδώ κρατά το ίδιο ύφος από το ξεκίνημα της περιπέτειας, παραδίδοντας κάτι που μοιάζει με περήφανο b-movie που δεν φοβάται το φλερτ με το gore που φέρνει μια σειρά από σκληρές εικόνες. Ο εχθρός είναι ταχύτατος και τρομερά επιθετικός, παραπέμποντας σε σκηνές του Alien 3, της ταινίας του 1992 που ο Φίντσερ αποκήρυξε λόγω της επέμβασης των παραγωγών, χωρίς τη συναίνεσή του. Σεναριακά, αποκαλύπτονται στοιχεία για το πώς αυτό το πλάσμα έχει δημιουργηθεί αλλά και τι συνέβη στο χρονικό κενό ανάμεσα στον Προμηθέα και την τωρινή ταινία, θέματα που μαζί με την καλογυρισμένη δράση μπορούν να ικανοποιήσουν τους θαυμαστές της σειράς. Το πρόβλημα της ταινίας, όμως, αλλά κυρίως της οπτικής του Σκοτ σε αυτό το πρότζεκτ που δημιουργεί, έχοντας φτάσει πια τα 80 του, είναι το χαμηλό ταβάνι. Το Covenant είναι μεν στρωτό, αλλά στον πυρήνα του παραμένει άλλη μια ταινία όπου ένα πλήρωμα χάνεται κι έρχεται σε επαφή με εχθρικό τέρας και ουσιαστικά χρησιμοποιεί τον φιλμικό μύθο του Alien χωρίς καμία διάθεση καινοτομίας. Πιθανόν, μάλιστα, να μας προετοιμάζει για άλλες δύο πανομοιότυπες ταινίες, με λίγα σεναριακά ευρήματα που θα κρατούν το όποιο ενδιαφέρον, με τον Σκοτ να αντιλαμβάνεται το Alien ως την κότα με τα χρυσά αυγά, προσπαθώντας να αποσπάσει όσα περισσότερα μπορεί με τον λιγότερο δυνατό κόπο. Βέβαια, την εποχή των ταινιών-franchise δεν είναι ο πρώτος που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, διατηρώντας ζωντανές κινηματογραφικές αναμνήσεις, έχοντας όμως σταματήσει προ πολλού να δημιουργεί κάτι αληθινά σπουδαίο.