Ένας από τους πιο ασαφείς και ταυτόχρονα εξαιρετικά ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες που έχω δει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια, η Ντοροθέα, κεντρική ηρωίδα της ταινίας του Μάικ Μιλς (Beginners), ενσωματώνει με πάθος και θέληση τα αγρίως αντικρουόμενα σήματα που δέχτηκε στη ζωή της, διανύοντας και βιώνοντας τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα. Κινηματογραφικά, τη συναντάμε το 1979, στα 55 της χρόνια, υπάλληλο και μάνα ενός 15χρονου αγοριού, στην ήσυχη Σάντα Μπάρμπαρα, σε μια σκηνή πυρκαγιάς, όταν το αυτοκίνητο του πρώην συζύγου της παίρνει φωτιά, πυροσβέστες τη σβήνουν κι εκείνη τους προσκαλεί στο σπίτι της, ένα παλιό κτίσμα που καταρρέει με γούστο, για να ανταποδώσει τη χάρη. Ως άλλος χαρακτήρας με ιδιαίτερο ρόλο στο φιλμ, το οίκημα του 19ου αιώνα λειτουργεί ως φυτώριο φεμινισμού, μητρότητας, φιλοξενίας και σπουδής στην ευρύτερη έννοια της ενηλικίωσης και της οικογένειας.

 

Η πλοκή της ταινίας Καταπληκτικές Γυναίκες παραμένει ρευστή, σαν freewheeling ημερολόγιο, γι' αυτό και είναι αληθινή – μένει μακριά από θεαματικές ανατροπές και ηρωικές, άρα εύκολες λύσεις.

 

Η Ντοροθέα έχει νοικιάσει δύο δωμάτια για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, το ένα σε έναν πρώην χίπη «γενικών καθηκόντων», τον Γουίλιαμ, που πιάνουν τα χέρια του και κάνει σεξ αδιακρίτως, αλλά με μια ευγένεια που σκλαβώνει και μια ευρυμάθεια που συχνά εκπλήσσει, και το άλλο σε μια νέα κοπέλα με κόκκινα κοντοκομμένα μαλλιά, την Άμπι, επίδοξη φωτογράφο πανκ τάσεων και θλιμμένης ψυχοσύνθεσης, εν μέρει λόγω της περιπέτειας υγείας που πέρασε πρόσφατα. Την ετερόκλητη σύνθεση συμπληρώνει μια έφηβη, μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερη από τον Τζέιμι, η Τζούλι, που το σκάει κάθε βράδυ από το σπίτι της, κοιμάται μαζί του, αλλά αρνείται, παρά τις επείγουσες προτάσεις του, να κάνει σεξ μαζί του, και τον τυραννά περιγράφοντας με βασανιστικές λεπτομέρειες τις τυχαίες, πολλές ερωτικές εμπειρίες της. Η Ντοροθέα, προσπαθώντας να ξεπεράσει την αυθεντικά μαμαδίστικη διάθεση και βλέποντας τον Τζέιμι να ξεγλιστράει από τις προστατευτικές της νουθεσίες, ζητάει από την Άμπι και την Τζούλι να γίνουν κάτι σαν ανάδοχες μητέρες –σαν να παραδέχεται με γενναιότητα και αντισυμβατικότητα την ανεπάρκειά της– και να μοιραστεί την κηδεμονία ενός παιδιού στο άχαρο και αχανές κατώφλι του ανδρισμού. Το κάνει, έχοντας προηγουμένως διαισθανθεί ποια μπορεί να είναι η συνεισφορά καθεμιάς από τις νεότερες γυναίκες. Με διαφορετικό φορτίο ευθύνης και τρόπο προσέγγισης, η Άμπι παίρνει σοβαρά τον ρόλο της και μοιράζεται την καθημερινότητά της με τον Τζέιμι, δίνοντάς του να διαβάσει κείμενα πάνω στο σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα, και η Τζούλι επισημοποιεί την παρουσία της στο «ξένο» σπίτι, αν και διατηρεί τη σωματική της απόσταση από τον επιστήθιο εξομολόγο της, γνωρίζοντας πως εκείνος έχει άλλες βλέψεις. Όπως είναι φυσικό, η τεχνητή οικογένεια, που βρίσκεται περισσότερο στο μυαλό της Ντοροθέα, περνάει σκαμπανεβάσματα, δίνει ευκαιρίες για σύντομες κοινές απολαύσεις, αντιμετωπίζει δράματα και απογοητεύσεις, αλλά ο σκηνοθέτης Μάικ Μιλς δεν αφήνει τις συνέπειες να επισκιάσουν την ουσία της πρόθεσης, που δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός πραγματικά «καλού άνδρα» που θα φροντίζει τις γυναίκες και θα νοιάζεται γι' αυτές, έχοντας πολλά πρότυπα από διαφορετικές γενιές.

 

Από μια πολύ σπουδαία ερμηνεύτρια, σίγουρα την καλύτερη Αμερικανίδα ηθοποιό χωρίς Όσκαρ, και έναν σκηνοθέτη με ευαίσθητη ματιά, δημιουργήθηκε ένα ρευστό αμάλγαμα γυναικών που πάλεψαν με την παλίρροια του 20ού αιώνα, την αντίθεση της προσωπικής ανεξαρτησίας με τη συμμετοχικότητα και τη σεταρισμένη θέση της γυναίκας και έκαναν πράξη το παλιό γνωστό ρητό «χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσεις ένα παιδί».

 

Η πλοκή της ταινίας Καταπληκτικές Γυναίκες παραμένει ρευστή, σαν freewheeling ημερολόγιο, γι' αυτό και είναι αληθινή – μένει μακριά από θεαματικές ανατροπές και ηρωικές, άρα εύκολες λύσεις. Πίσω, αλλά όχι πέρα από το κεντρικό σεναριακό «τέχνασμα», σκιαγραφείται το πορτρέτο μιας πολύπλοκης γυναίκας από έναν σκηνοθέτη που, ω της έκπληξης, την εξερευνά με την περιέργεια του ανθρώπου που επιθυμεί να τη μάθει και να τη γνωρίσει στους θεατές. Η Ντοροθέα Φιλντς δεν είναι πραγματικό πρόσωπο, πόσο μάλλον ένα επιφανές μέλος της κοινωνίας που έγραψε ιστορία με τα επιτεύγματά του. Ως γυναίκα που είχε όνειρα, από το να γίνει πιλότος μέχρι το να ζήσει έναν έρωτα του μεγέθους και της έντασης του Ρικ και τις Ίλσα από την αγαπημένη της Καζαμπλάνκα, η Ντοροθέα πασχίζει σε πολλά επίπεδα: θέλει να είναι ελεύθερη, να αποδεσμευτεί από τις μεταπολεμικές αγκυλώσεις που ενδεχομένως τη γείωσαν, να εφαρμόσει, κι αυτή με τη σειρά της, τη χειραφέτηση που κατακτήθηκε σταδιακά και επώδυνα, να βγάλει νόημα σε ένα κόσμο που αρχίζει να την ξεπερνάει, από την ορθότητα των πολιτικών αποφάσεων του Κάρτερ μέχρι τη διαφορά μεταξύ της πανκ των Talking Heads και των Black Flag.

 

Αμέσως μετά την επανάσταση των '60s και πριν από το «anything goes» χάος του μεταμοντερνισμού, η Ντοροθέα είναι μια new age μεσήλικας που στέκει μετέωρη ανάμεσα στη δυσχέρεια του μητρικού της ρόλου, στα απομεινάρια της ματαιοδοξίας της, στον ρεαλισμό που αντιλαμβάνεται με την οξυμένη πείρα της και στη μεγαλοψυχία που δεν γίνεται, ως αυταπόδεικτη έκφανση του χαρακτήρα της, να αποποιηθεί. Οι σκηνές στο κρεβάτι της, όταν καπνίζει και φυλλομετράει τη νύχτα που κυλάει ερήμην της, είναι πολύτιμη μαρτυρία μιας γυναίκας που βλέπει και νιώθει στο δέρμα της τον χρόνο να λιγοστεύει και τη μοναξιά να την αγκαλιάζει, χωρίς όμως να πανικοβάλλεται, να το κάνει θέμα, να δημιουργεί περιττό, επιβαρυντικό δράμα σε ένα παιδί που δεν έχει ποτέ αρνηθεί τη χρησιμότητά της – ασχέτως του ότι, ως βέρος έφηβος, δεν την αντέχει! Κι όταν η Ανέτ Μπένινγκ τον περιμένει διασκεδάζοντας, δήθεν αδιάφορα, την αγωνία της, τον περιμαζεύει, τον επαναφέρει στην τάξη, τον κανακεύει στις ιδιοτροπίες του με μια συγκινητική κατανόηση της αταξίας ή του εξηγεί πως δεν θα ήθελε να κολλήσει, όπως εκείνη, σε μια ζωή που ίσως δεν του αξίζει, η ταινία χωράει ολόκληρη στα μάτια της, στην ποιητική, σιωπηλή αποστροφή των αστραπιαίων εκφράσεών της, σε μια πίκρα που κρύβει με αξιοπρέπεια, διαφυλάσσοντας τη βαθιά ευγνωμοσύνη για τη μικρή ζωή που έχει και μπορεί να διαχειρίζεται, με τα λάθη και τις αδυναμίες της. Από μια πολύ σπουδαία ερμηνεύτρια, σίγουρα την καλύτερη Αμερικανίδα ηθοποιό χωρίς Όσκαρ, και έναν σκηνοθέτη με ευαίσθητη ματιά, δημιουργήθηκε ένα ρευστό αμάλγαμα γυναικών που πάλεψαν με την παλίρροια του 20ού αιώνα, την αντίθεση της προσωπικής ανεξαρτησίας με τη συμμετοχικότητα και τη σεταρισμένη θέση της γυναίκας και έκαναν πράξη το παλιό γνωστό ρητό «χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσεις ένα παιδί».